United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί όπου είχες ρίψει την Αϊμάν, εις τον καταρράκτην. Ο Πλήθων ανεσκίρτησε. — Λοιπόν συ την έσωσες τότε; — Εγώ ο ίδιος. Ο Πλήθων συγκινηθείς έδωκε γενναίον χρηματικόν βοήθημα εις τον γέροντα Βράγγην, όστις μετά τον θάνατον του διασήμου και ημιγύμνου πολεμάρχου Γάρμπου, δεν εστρατολογείτο πλέον και εις ουδέν ηδύνατο να χρησιμεύση του λοιπού επί της γης. . .

Ο Θεμιστοκλής συγκινηθείς ησπάσθη τον αντίπαλόν του, και ωφεληθείς από την ανδρίαν, από την ειλικρινή συνδρομήν, και από τας φρονίμους συμβουλάς του, κατώρθωσε την λαμπράν εκείνην ναυμαχίαν της Σαλαμίνος, ήτις και την Ελλάδα έσωσε, και τον Θεμιστοκλέα απηθανάτισεν.

Ο δε πονηρός υιός της Σεμέλης, βλέπων τον μείρακα ταξινομούντα τα βέλη του, και γνωρίζων εκ φήμης την δύναμιν αυτών, εφάνη μεν συγκινηθείς εκ των παθημάτων του μικρού του συναδέλφου, αλλά της προσποιητής του συμπαθείας κρύφιος λόγος ήτο να ανταλλάξη αυτήν προς έν των βελών εκείνων, ίνα το μεταχειρισθή εγκαίρως κατά της φιλαρέσκου και ερωτοτρόπου μητρός του.

Θα συνάξουν από τον κόσμον τα «υπέρπυρα» και θα τον φορτώσουν με «πτυκτά». Και την κακήν ασθένειαν όπου έλεγεν ο Χρονογράφος, εκείνος ο γέρος ο γελαστός την εξηγούσε ότι είνε τα λούσα τα μεγάλα που θα μας φέρουν οι «ομογενείς», γιατί τα λούσα είνε κακή ασθένεια κολλητική σαν την πανούκλα. — Και τι είνε τάχα αυτοί οι «ομογενείςΗρώτησεν ο Σπύρος, συγκινηθείς ολίγον και ακούων μετά προσοχής.

Συγκινηθείς τότε ο Ζευς εμηχανεύθη να μεταθέση τα γεννητικά αυτών όργανα εμπρός· διότι έως τότε ήσαν προς τα εκτός, η δε σύλληψις και η γέννησις εγίνοντο όχι μέσα εις τα σώματα, αλλά εις την γην, όπως των τετίγων.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ Εις του Πέλοπος το όνομα ορκίζομαι, πατρός του πατρός μας, και εις του Ατρέως, όστις μας εγέννησεν, ότι σοι λέγω κατ' ευθείαν απ' αυτής της καρδίας μου αμιγές πάσης προσποιήσεως και προσθήκης ό,τι φρονώ και αισθάνομαι. Είδον εκ των οφθαλμών σου ρέοντα τα δάκρυα και εδάκρυσα και εγώ συγκινηθείς εξ οίκτου.

Αι επισκέψεις του αύται ήσαν προσφιλείς, διότι τότε ηδύνατο να ομιλή περί της Λιγείας. Ο Γλαύκος δεν ήξευρε πού εκείνη είχε καταφύγει, αλλ' εβεβαίωνε τον Βινίκιον ότι η μέριμνα των πρεσβυτέρων επέβλεπεν αυτήν. Μιαν ημέραν, συγκινηθείς από την λύπην του Βινικίου, τω είπεν ότι ο απόστολος Πέτρος είχε μεμφθή τον Κρίσπον, διότι ούτος επέπληξε την Λίγειαν διά τον επίγειον έρωτά της.

Η Ηρωδιάς με περιφρονητικήν ανεκτικότητα προσεπάθησε να τον καθησυχάση. Από έν μικρόν κιβώτιον απέσυρε έπειτα έν μετάλλιον άτεχνον φέρον την μορφήν του Τιβερίου. Τούτο ήρκει να ωχριάση τους ραβδούχους και να εξαλείψη τας κατηγορίας. Ο Αντίπας συγκινηθείς από ευγνωμοσύνην την ηρώτησε πόθεν το είχεν. — «Μου το έδωσαν», απήντησεν.