United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε ότι το έδωσες εσύ στο αφεντικό της. Στο σπίτι ήταν η θεία Ρουθ και η θεία Νοέμι, ενώ η θεία Έστερ είχε πάει στις παρακλήσεις. Πήραν το καλάθι, ευχαρίστησαν την υπηρέτρια και της έδωσαν και φιλοδώρημα. Μετά όμως η θεία Νοέμι λιποθύμησε. Η θεία Ρουθ όμως την πέρασε για νεκρή και έβαλε φωνή.

Την ερχομένην ημέραν πάλιν έδωσαν τον πόλεμον, και πάντα ο Καλάφ ενικούσε· και τούτο ηκολούθησε διά πολλές ημέρες. Τέλος πάντων ο Αμούρ βλέποντας που είναι αδύνατον να τον νικήση, μηχανεύεται να τάξη μεγάλα χαρίσματα του Βεζύρη της της Κιρκασίας διά να παραιτήση τον Καλάφ, να μένη αυτός με ολίγον στράτευμα και έτσι να τον νικήση.

Η Ηρωδιάς με περιφρονητικήν ανεκτικότητα προσεπάθησε να τον καθησυχάση. Από έν μικρόν κιβώτιον απέσυρε έπειτα έν μετάλλιον άτεχνον φέρον την μορφήν του Τιβερίου. Τούτο ήρκει να ωχριάση τους ραβδούχους και να εξαλείψη τας κατηγορίας. Ο Αντίπας συγκινηθείς από ευγνωμοσύνην την ηρώτησε πόθεν το είχεν. — «Μου το έδωσαν», απήντησεν.

Καθρέφτης ο ίσκιος της. Και όταν αργά εσήκωσε τα μάτια επάνω του, το πικρό χαμόγελό της δεν ήθελε να ειπή αν έβγαινεν απρόθυμη από το νησί είτε αν της έδωσαν άντρα γέροντα. Μέσα στη γολέτα είμαστε όλοι και όλοι έξη νομάτοι. Ο καπετάνιος με τον γραμματικό του δυο· εγώ και το ναυτόπουλο άλλοι δυο και δυο ναύτες Μυκωνιάτες. Άλλος κανείς.

Έπειτα μου έδωσαν ένα τζιβούρι διά να το λαλήσω· το οποίον το ελάλησα με μεγάλην επιτηδειότητα· μου εφέρθηκαν και άλλα διάφορα όργανα μουσικά, τα οποία τα ελάλησα και αυτά με τον όμοιον τρόπον, και ετραγούδησα και τόσους ωραίους ήχους, που επροξένησαν μεγάλον θαυμασμόν εις τον βασιλέα και εις τους περιεστώτας.

Η αντράλωσις που ο Κουλούφ έλαβε δι' αυτά τα λόγια, έδωσαν αιτίαν της Δηλαράς να γελάση μεγάλως· μα ως τόσον του Βασιλέως του εμπήκε καρφί εις την καρδίαν διά ταύτην την υπόθεσιν μα ως φρόνιμος που ήτον, εκαμώνονταν πως δεν ακούει, και ακολούθησε να μετωρίζεται και να πίνουν και οι τρεις.

Είτανε μεγαλήτεροι, όχι από μας, που μήτε σπολλάτη δεν είπαμε ποτές τους Εβραίους, τους Φοινίκους, και τους Ινδούς, που μας έδωσαν τα πρώτα τους φώτα, μόνο κι από τους πατριώτες τους, που γύρευαν αλίσι βερίσι. Αυτούς τους έστειλε ο Θεός να μας δείξουν τι θα πη &ληαμονιά του εγώ&. Όσοι από μας κατέβηκαν από τα βουνά με τσαρούχια και με κάππες, το γνώριζαν αυτό το μυστήριο.

Αυτά δεν τα στοχάζεσαι ούτε ποσώς φροντίζεις· Και φοβερίζεις μάλιστα το δώρο να με πάρης, Οπού κοπίασα πολλά, κ' οι Αχαιοί μ' εδώσαν. Ούτ' έχω δώρον όμοιον εγώ ποτέ μ' εσένα, Όταν πορθούν οι Αχαιοί Τρωάδας πλούσιαν πόλιν.

Μίαν ημέραν η Ρεσπίνα ευρισκομένη με την Χαλάκ άρχισε να διαλογίζεται ες τα περασμένα της συμβεβηκότα, και να στοχάζεται την απάτην, εις την οποίαν ευρίσκεται ο αγαπημένος της άνδρας Ταμίμ, νομίζοντάς την αποθαμμένην, με όνομα μοιχαλίδος, καθώς του έδωσαν να καταλάβη· ομοίως και εις τα άλλα, που της είχαν συμβή· όθεν απεφάσισε να φανερώση όλα της τα έσωθεν εις την Χαλάκ, διά να λάβη από αυτήν κάποιαν παραμυθίαν εις αυτούς τους πόνους της.

Θα μου πης πώς κατόπι, σαν πήγε να μας πνίξ' η πλημμύρα, βρεθήκανε Φράγκοι που έδωσαν όχι βοήθεια, μόνο τη ζωή τους για το έθνος που πρωτόφερε στη γης τον ανθρωπισμό. Αυτοί τον είχανε στ' αλήθεια τον ανθρωπισμό.