United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πιάνονταν τότε οι χωριανοί για τες βοσκές απάνου, για τα βουνά, κ' είχαν χωριστή σε δύο μερίδες, 'ςτούς καποτορραφτάδες, οπού δεν έχουν πρόβατα κι οπού γύρευαν πλερωμή για τα βοσκοτόπια του Γαλαρόκαμπου, και 'ςτούς προβατάρηδες οπούθελαν να βόσκουν τα κοπάδια τους ανέξοδα 'ςτά βουνά. Κ' είχαν έρθη σε μεγάλους καυγάδες η δυο τούτες μερίδες αναμεταξύ τους.

Και πολλές φορές συνέβηκε να χυθή το γιατρικό κ' η σούπα επάνω της, γιατί κι αυτός κυττούσε αλλού Και περνούσαν οι νύχτες. . . Τι νύχτες ήταν εκείνες ! Δεν ήταν ο Νίκος που κοιμότανε στο πλευρό της; -τόσο βαθιά, τόσο βαθιά ! Γιατί δεν την έσφιγγαν τα δυνατά του χέρια σαν πρώτα; γιατί δε γύρευαν τα χείλια του τα δικά της; το ζεστό κορμί του το δικό της που κρύωνε αιωνίως ;. . .Αχ, η Πίκρα κ’ η Σιγαλιά κάθονταν άγρυπνες στο προσκέφαλό της και της έπιαναν τα στήθια και της πάγωναν τα χέρια ίσαμε τα νύχια. . και την καρδιά του Νίκου- Όλη η ζωή που της έμενε είχε μαζευτή αυτόν τον καιρό στα μάτια της: αυτά μιλούσαν, αυτά φώναζαν, αυτά έτρεχαν απάνω-κάτω και σηκώνανε χέρια παρακαλεστά, αυτά σπάραζαν και σβήνανε λιγόθυμα.

Είτανε μεγαλήτεροι, όχι από μας, που μήτε σπολλάτη δεν είπαμε ποτές τους Εβραίους, τους Φοινίκους, και τους Ινδούς, που μας έδωσαν τα πρώτα τους φώτα, μόνο κι από τους πατριώτες τους, που γύρευαν αλίσι βερίσι. Αυτούς τους έστειλε ο Θεός να μας δείξουν τι θα πη &ληαμονιά του εγώ&. Όσοι από μας κατέβηκαν από τα βουνά με τσαρούχια και με κάππες, το γνώριζαν αυτό το μυστήριο.

Για να σκιάξη, μαθές, τους πεθαμμένους; . . . Για να την αφήση ο χάρος, γρηά, κακόγρηα, κακομαγειρεμμένη, να μην την πάρη, και σωθούν η αμαρτίες της! . . . Και την έσπρωξε μέσα στο λάκκο, τ' ακούς!. . . . Κ' έκανε την πεθαμμένη, τ' ακούς! . . . Ποιος ξέρει αν δεν της έρριξε και χώματα απάνω της; . . . κι' αν δεν την εκακομελέτησε, τάχα; Και τώρα που ήλθε, άτυχα, του κοριτσιού μου . . . Και πώς να τώχω, ένα παλαβό, ένα σκιασμένο, ένα φριμμένο, Θε μου! . . . Κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό . . . Που μου το γύρευαν οι γαμβροί από τώρα . . . Κ' εγώ έλεγα, η καϋμένη, νάρθη ο Θανάσης απ' την Αμέρικα, να μου φέρη πολλές-πολλές λίρες, να το παντρέψω, να το νοικοκυρέψω, να ευφρανθώ, να χαρώ! . . . Και τώρα η Επαρχίνα μου το βόλεψε καλά! . . . Απ' το Θεό ας τωύρη!

Πού να βρεθή λεβέντης να την ξανασηκώση, να την ξαναδοξάση την πεσμένη παλικαριά! Είχαμε μερικούς προστάτες, είχαμε δυο τρεις φίλους. Και σα να γύρευαν κι αυτοί το κακό μας, κάθε τρόπο κάμνανε να το θρέφουν το τέρας που καταπόνεσε τη μεγάλη μας αρετή, κάθε τρόπο να το θεριεύουν.

Πιάνονταν τότε οι χωριανοί για τες βοσκές απάνου, για τα βουνά, κ' είχαν χωριστή σε δύο μερίδες, 'ςτους καποτορραφτάδες, οπού δεν έχουν πρόβατα κι οπού γύρευαν πλερωμή για τα βοσκοτόπια του Γαλαρόκαμπου, και 'ςτους προβατάρηδες οπούθελαν να βόσκουν τα κοπάδια τους ανέξοδα 'ςτα βουνά. Κ' είχαν ερθή σε μεγάλους καυγάδες η δυο τούτες μερίδες αναμεταξύ τους.

Η πολιτική όμως αυτή, όσο χριστιανική κι αν είταν, κ' ίσια ίσια επειδή είτανε χριστιανική, δεν πολυάρεζε στο Παλάτι. Δεν ταίριαζε με τους αγριώτερους τρόπους των Αυλικών, που για να κολακεύουν το Θεοδόσιο γύρευαν ακόμα πιο τυραννικώτερα μέτρα. Απάνθρωπο πράμα, αφού μάλιστα οι Αρειανοί δε φάνηκαν και πολύ δύσκολοι σαν είδανε τα στενά.

Έβλεπα κάτι στενές αυλές, βρώμικες, και ήταν μέσα στιβαγμένες γύφτισσες μισόγυμνες, και γυφτόπουλα κουρελιασμένα. Απ' έξω από τον τοίχο σκύλοι κοιμώνταν στο ρίζωμα των ρημαγμένων πύργων, κι άλλοι περιδιάβαζαν σαν πεινασμένοι· άλλοι έχωναν μ' απελπισία τη μούρη τους μες στα σκουπίδια και γύρευαν φαγί, ανταμωμένοι με τα κοράκια. Κάποτε περιδιάβαζε και κανένας Γύφτος, γυρεύοντας κουρέλια ή θησαυρούς.