United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πέφτει, κι' η αρματωσά βροντάει απάνωθές του, 294 πλούμια χαλκένια ολόλαμπρη, και φέβγουν δίπλα τ' άτια· 295 κι' άγλυκος χάρος την ψυχή του πήρε και τη νιότη.

Πούθε να πλάκωσε παρόμοια αντάρα Παρόμοιος σίφουνας, ο εχθρός ρωτά. Το χέρι εδούλευε και βουβαμάρα Πάντα τα χείλη του κρατεί κλειστά. Χάρος ανέλπιστος περνά θερίζει Αναστηλώθηκε κ' η κλεφτουριά. Ρυάζετ' η Ρούμελητο μετερίζι Ρίχνεται πίσω του παύει η φωτιά. Δεν τον επρόφταιναν... Τον ανακράζουν Δεν αποκρένεται, διαβαίνει εμπρός.

Άλλα δέκα, άλλα είκοσι χρόνια θα ζούσε ο μακαρίτης, έλεγε η Σουρούταινα ο Φιλόσοφος, αν δεν τουρχότανε το ξαφνικό. Ακούστε, που σας λέω! Απ' όσα του ήτανε γραφτό να ζήση, άλλα τόσα! Μα ο Χάρος που του μαγείρεψε το μαντζούνι, του το πήρε, βλέπεις, απ' το στόμα του. Δεν αξιώθηκε να χαρή το μαύρο πουκάμισο ο παληόγερος. Θεέ μου, συχώρεσέ μου...

Στην άκρη του κόσμου μου πήραν την κόρη μου, κ' έρχεται κι ο Χάρος και μου αρπάζει ταδέρφια της από την αγκαλιά μου, να μαρτυρήσω, ν' αγιάσω! Φτάνει πια τα μαρτύρια, σώνουν τα βάσανα. Θάματα, θάματα μου πρέπουνε τώρα.

Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω, Τ' έχω δυο λόγια να σας πω, να σας αφήκω διάτα. Χαμός η αρρώστεια, ωρέ παιδιά, και χαλασμός ο Χάρος.

Ήταν όλοι συναγμένοι εκεί, επίσημα ντυμένοι, σοβαροί στα καθήκοντά τους. — Νεκρή είνε, και θαρρεί κανείς πως κοιμάται· είπε ο Χαγάνος σιγαλά στο διπλανό του. — Όπως η ζωή της ήταν ύμνος στη Δημιουργία, έτσι κι ο θάνατός της είνε ύμνος στο Χάρο· επρόσθεσε ο Περαχώρας. — Αν είν' ο Χάρος να στολίζη έτσι το θάνατο, βέβαια ο θάνατος είνε προτιμότερος από τη ζωή· εσυμπέρανε ο Βασίλης ο Ζάρακας.

Τράκους, φουρτούνες, θεομηνίες, είχανε ιδεί τα μάτια του. Εκατό φορές γλύτωσε απ' του χάρου τα δόντια. Μα τέτοιο σύγκρυο δεν τώννοιωσε ποτέ. — Δεν είμαστε εμείς να πεθαίνωμε στη στερηά, είπε μέσα του. Στη θάλασσα κ' ο χάρος έχει άλλη λεβεντιά. Προσπαθούσε να διώξη απ' τα μάτια του την άγρια ζωγραφιά που στεκότανε καρφωμένη μπροστά του.

Κι' αφτός πατέρα γέρο 420 έχει μαθές, που λες για αφτό τον έσπερνε, να γίνει χάρος των Τρώων· μα έκαψε πιο πρώτα εμένα απ' όλους, που τόσα μούσφαξε παιδιά μες στα χρυσά τους νιάτα. Μα όλους δε μου τους κλαίει αφτούς τόσο βαθιά η καρδιά μου, όσο έναν π' ως στον τάφο μου θα σύρει με ο καημός του, 425 τον Έχτορα.

Πέφτ' η σάρκα του κομμάτια Τα δυο χείλη λαγγαδιά. Το γλυκό χαμόγελό του Λίγο λίγο είχε σβυστή Και περνούντο μέτωπό του Μαύρα γνέφη εδώ κ' εκεί. »Παιδί μου, εγέρασε το λείψανό μου Τόσα μερόνυχτα χωρίς ταφή Ο Χάρος έφαγε το πρόσωπό μου Δος μου, Λαμπέτη μου, μια φούχτα γη

Βρίσκουν το σπίτι κλειδωτό, κλειδομανταλωμένο, Και τα σπιτοπαράθυρα πούταν αραχνιασμένα. "Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, και να τήν Αρετή σου.„ "Αν είσαι χάρος, διάβαινε, κι άλλα παιδιά δεν έχω. Η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.„ "Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, κ' εγώ 'μαι ο Κωσταντής σου. Εγγυτή σούβαλα το Θεό και τους Αγιούς Μαρτύρους, Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πάω να σου τη φέρω.„