United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότες η Θέτη η θέϊσσα του λέει δακροπνιγμένη «Κοντά σημαίνει η ώρα σου, παιδί μου, αφτά που κραίνεις, 95 τι εφτύς στερνά απ' τον Έχτορα σε καρτεράει ο χάρος

Τότε δε προ πάντων αρέσκει ημίν το άσμα του Λευκαδίου. Τοιαύτη είναι η πρώτη στροφή του Μνημοσύνου του Στεφάνου Μεσσαλά: Ώργονε ο Χάρος, ώργονε τη γη που τόνε τρέμει. Τ' αυλάκια του είναι μνήματα, τα μαύρα του τα βώδια Φυσομανούν στο κέντημα της άσπλαγχνης βουκέντρας.

Ποιος ξέρει μην η μοίρα, Αδέρφια, μ' αποκοίμισε για να με συνειθίσητου τάφου το τρισκόταδο. Εγώ κι' ο γέρο Χάρος Εψές λογαριαστήκαμε, και ’ς το κατάστιχό του Ένα μικρό καταιβατό μένει άγραφο για μένα. Γνοιαστήτ' εσείς τους ζωντανούς. Εγώ θα πολεμήσω Για τα παληά μας κόκκαλα. Στη φλόγα του πολέμου, Σα μέσαένα θυμιατό, θα ρίξω το κορμί μου Να γένω νεκρολίβανο ’ς το φοβερό τρισάγιο.

Θανάση, αν δε σου ζήλεψα τα νειώτα, την ανδριά σου, Τ' άρματα τ' αξετίμωτα, το μάτι, το τραγούδι, Ζηλεύω αυτήν τη ξαστεριά πώχει το μέτωπό σου! Έστησε ’ς το κατώφλι μας το νεκροκρέββατό του Ο Χάρος και μας καρτερεί. Ξήπλεγαις, τρομασμέναις Μανάδαις αναρίθμηταις με κουφωμένα στήθια Φεύγουν ’ς τα πλάγια να κρυφτούν με τα βυζασταρούδια.

Αλλά κι' εκεί που πάντεχε μ' ασφάλια να γλυτρώση, 455 Ο μαύρος χάρος κι' άλαλος δεν έλειψε να σώση· Τι ο Λαδορρούφης νιόθοντας τον άναντρο σκοπό του, Κι' από μακριά τον πρόφτακε απάνω στο φυγιό του. Μια κονταριά σαν τώσυρε στα δρόμο τον γκρεμίζει, Κι' από το αίμα της πληγής η λίμνη κοκκινίζει· 460 Τα μέλη του ακίνητα κι' αλίγυγα τεντόνουν, Και το κορμί του το ψυχρό τα κύματα τ' αμπόνουν.

ΧΟΡΟΣ Ω κόρη του Πελίου, είθε στον Άδη που θα πας, στα βάθη χωρίς ήλιο, στου Πλούτωνος τα δώματα να είσ' ευτυχισμένη. Ας μάθη του Άδου ο θεός, με τα μαλλιά τα μαύρα, κι' ο γέρος ο νεκροπομπός, ο Χάρος, πως γυναίκα καλλίτερη δεν πέρασε του Αχέροντα τη λίμνη.

Να είνε τάχα φωνή τους η απέραντη αυτή σιωπή; Γίνεται μάννα να σας μυρολογάη, παιδάκια μου, και σεις ασάλευτα να την αποδέχεστε την τόση ανεμοζάλη; Γίνεται, Κωσταντή μου, να σε τράβηξε ο Χάρος σε τέτοια βάθια, που να μην το κλονίζη μήτε ο στεναγμός μου το ναρκωμένο κορμί σου; Κωσταντή, φρόνιμε Κωσταντή μου! Μίλησέ μου από τα κατακλείδια της γης και πες μου πως τη νοιώθεις τη ρήμαξή μου!

Για ιδές καιρό που εδιάλεξεν ο χάρος να με πάρει Τώρα π' ανθίζουν τα κλαριά, που βγάζ' η γη χορτάρι!

Τρέχα, τρέχα στο καλύβι, και σκάλιζε με την πέννα σου. Ένας χρόνος της πέννας αξίζει πενήντα φωτιά και μπαρούτι. Τρέχα, πρι να σε κατεβάση ο χάρος και σένα!» Κ' έσυρα κ' ήρθα στο καλύβι με νέα ζωή και μ' αίμα καινούριο. Σα νάνοιωθα πως γύρισε πίσω η νιότη μου. Σφίγγω τώρα τα δόντια μου να μην πεθάνω πρι να κάμω του γέρου το θέλημα.

Ώρα κακή, που ο Καιρός χειρότερην δεν είδε εις το ταξείδι το βαρύ του μακρυνού του δρόμου! Ένα το είχα μοναχόν, μονάκριβον παιδί μου, αυτό η μόνη μου χαρά, παρηγορία μόνη, κι' ο Χάρος απ' τα 'μάτια μου, ο άπονος, το 'πήρε! ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ω πίκρα! ω πικρή, πικρή, κατάπικρη ημέρα! ημέρα βαρυορίζικη, πικρή, πικρή ημέρα, οπού πικρότερην ποτέ δεν είδα ‘ς την ζωήν μου!