United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΝΕΑΝΙΑΣ Ώ! κακομοίρης που 'μουνα! πούθ' έχεις ξετρυπώση και μου πετάχτηκες;— κακό που να σου ρθή μεγάλο! Ουφ! τούτη είνε βάσανο χειρότερο απ' τάλλο! Β' ΓΡΑΥΣ Σε σέρνει ο νόμος, κι' όχι εγώ. ΝΕΑΝΙΑΣ Τάχα γιατί δεν είπες ότι με σέρνει μια βλογιά, πώχει πληγές και τρύπες; Β' ΓΡΑΥΣ Άφησε, τρυφεράδι μου, τα λόγια κ' έλ' απάνω.

Ύστερα απ' αυτά τα λόγια, την έπιασε ένα βογγητό, και τη βάσταξε κάμποση ώρα, κι' ύστερα από το βογγητό άρχισε πάλε τα ξωλαλήματα: — Σάμα ήκουσα να πέφτουν δυο-τρία ντουφέκια στην αράδα.. θάναι ο Βασίλ'ς μου! Ακούω ποδοβολητό αλόγου:. «Πώχει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια... »

Ωστόσον η θεράπαιναιςτο σπίτι όλα ετοιμάζαν, τέσσεραις, 'πώχει ακούρασταιςτα μέγαρα υπηρέτραις• των πηγών είναι, των δασών, εκείναις θυγατέραις, 350 και των αγίων ποταμών, 'που εις τα πελάγη ρέουν. τούτη με πεύκια πορφυρά, πανεύμορφα, τους θρόνους έστρων', επάνω εις τα λινά λευκότατα σινδόνια• η άλλητους θρόνους έμπροσθεν ολάργυρα τραπέζια έσυρνε, κ' έβαζε εις αυτά χρυσόπλεκτα κανίστρια• 355 συγκέρνα η τρίτη το κρασίολάργυρον κρατήρα, γλυκ' ως το μέλι, και χρυσά εμοίραζε ποτήρια• και φέρν' η τέταρτη νερό και ανάφτει πολλήν φλόγα κάτω από μέγαν τρίποδα με λέβητα οπού λάμπει• κ' εκείνη ως το είδε 'πώβραζε, μ' εμβάζ' εις τον λουτήρα, 360 νερό παίρνει απ' τον τρίποδα τον μέγαν και μου χύνει, ως το γλυκοσυγκέρασε, 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, ως 'πώδιωξ' απ'τα μέλη μου τον καρδιοφθόρον κόπο. και άμ' έλουσέ με κ' έχρισε με το παχύ το λάδι, και ωραίαν χλαίνην μ' ένδυσεν η κόρη και χιτώνα, 365το δώμα ευθύς μ' ωδήγησε, κ' εκάθισέ με εις θρόνον, αργυροκάρφωτον, λαμπρόν, κ' είχε υποπόδι κάτω. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην χύνει εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθώ• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός μου. 370 και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει μου περίσσα. και ανώφελα μ' ανάγκαζε να φάγω• εγώ καθόμουν μ' άλλατον νου, και όλο κακά προέβλεπε η ψυχή μου.

Κι’ όσο ανεβοκατέβαιναν τα μάγια απάνω κάτω, Κι’ έβραζεν όλο το νερό και χόρευαν οι χούχλοι, Εχόρευε κι’ η Μάγισσα τρογύρω στην οβίρα, Και φτυούσε μέσα κι’ έλεγε παράξενα τραγούδια, Στους πλειό παράξενους σκοπούς, σαν άγρια μυρολόγια: « Βγάτε από μέσα όλοι, -όλοι-όλοι-όλοι.... » Τρισκατάρατοι διαβόλοι, -όλοι-όλοι-όλοι.... » Και πετάτε με ορμή-μή-μή-μή.... » Στ’ ανερώτευτο κορμί, -μί-μί-μί.... » Την πανώρια Κορασιά, -σιά-σιά-σιά.... » Πώχει πέτρα την καρδιά, -διά-διά-διά.....

Κι’ αυτή του απολογήθηκε, μ’ απελπισιά μεγάλη: — Πίσω από κείνο το βουνό, πούναι ψηλό και μέγα, Πώχει τα σύννεφα κορφή και μέση τα λαγκάδια, Και ρίζα του της θάλασσας, τ’ απάτητα θεμέλια, Στέκει περίφανο, βαρύ, άλλο βουνό μεγάλο, Και πίσω πάλιν απ’ αυτό άλλο βουνό προβάλλει, Κι’ αυτό τρανό κι’ υπέρψηλο, κι’ αυτό πολύ μεγάλο, Και πίσω πάλι κι’ απ’ αυτό άλλο και πάλιν άλλο, Βουνά σαράντα στη γραμμή, συνεφοσκεπασμένα, Και στο βουνό τ’ ακριανόν, όπου είναι απ’ όλα πίσω, Είν’ ένα σπήλιο απάτητο σ’ έναν γκρεμό μεγάλον Οπού είναι παραδύσκολο σ’ ανθρώπινο ποδάρι Να σκαρφαλώση, ν’ αναιβή και μέσα να πατήση.

Ωιμέ! του φόνου τούτου ποιος θα δώση λόγον; 'Σ εμάς θ' αποδοθή, διότ' η πρόνοιά μας έπρεπε να 'χη ευθύς περιορίση τούτον τον τρελλόν νέον και απ' ανθρώπων κοινωνίαν μακράν καθόλου να τον κλείση· αλλ' ήταν τόση η αγάπη μας οπού το πρέπον αμελήθη. Ωμοιάσαμεν ανθρώπου, 'πώχει αισχρήν αρρώστιαν, και, όπως μη γνωρισθή, να τρώγη την αφίνει ως εις την ρίζαν της ζωής. Πού πήγε τώρα;

Καλότυχοί μου χωριανοί, ζηλεύω τη ζωή σας, Την απλοϊκή σας τη ζωή, πώχει περίσσιες χάρες. Μα πλιο πολύ τον μαγικό ζηλεύω γυρισμό σας, Όντας η μέρα σώνεται και βασιλεύει ο ήλιος.

Κένταγε κι’ ωριοκένταγε στην άκρη από τον κάμπον Ένα πανέμορφο βουνό, που είναι ψηλό και μέγα, Πώχει χιλιάδες δυο κορφές κι’ αμέτρητες βρυσούλες, Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε δεντρί και κλέφτη Και στην ψηλότερη κορφή, στου Άγι-Ηλιά τη ράχη, Οπώχει αιώνια σκέπασμα σαράντα πήχες χιόνι, Κένταγε αητό δικέφαλο με δυο χρυσές κορώνες, Που κράταγε στα νύχια του κεφάλι αντρειωμένου .

Θα βαφτιστούμε πρώτατο αίμα, 'ς τα παθήματα και κοφτερά στουρνάριατο μετερίζι του βουνού το γόνα μας θα τρίψουν. Θα πιούμε τον ιδρώτα μας. Θα μείνη μαύρη χήρα Η γη μας η ταλαίπωρη και τα κοιλόρφανά της. Θα μάθουν να χορταίνουνε λαθύρια, βρακανίδαις, Και του νερού τα κάρδαμα, παρά να τα σαρκόνη Του ξένου το άτιμο ψωμί, πώχει προζύμι πάντα Φαρμάκια, καταφρόνεσαις, περίγελα και δάκρυ.

Έργων καιρός πολεμικών κι' ανδρείας είναι τώρα! ΣΙΒΑΡΔΟΣ Η ώρα επλησίασε, κι' αυτή θ' αποφασίση εκείνο πώχει ο καθείς να χάσ' ή να κερδίση. Από τα λόγια τα κενά ελπίδες μόνον βγαίνουν, αλλά τα έργα τ' ασφαλή με το σπαθί συμβαίνουν. Λοιπόν εμπρός, 'ς τον πόλεμον! Εις Δουνσινάνην εντός του φρουρίου. ΜΑΚΒΕΘ Κρεμάσετε τα φλάμπουρατα τείχη μας απ' έξω.