United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι εννοείς με αυτό; Α, εννοώ! μελαγχολείς και σου χρειάζεται ακόμη κρασί. Εμπρός. Πιέ προς χάριν μου και αυτό. Και αφού εγέμισεν ένα άλλο ποτήρι κρασί το έτεινε προς τον καμπούρην, ο οποίος ηρκέσθη να το παρατηρήση, σαν να μη το ήθελε. — Πιέ, σου λέγω, εφώναξε το θηρίον, ή θα σε πάρουν όλοι οι διάβολοι . . . Ο νάνος εδίσταζεν· ο βασιληάς έγεινε κατακόκκινος από λύσσαν.

Βεζύρη, είπε τότε ο βασιλεύς, κάνει χρεία να πιστεύσωμεν ότι εστάθη τούτο έν όνειρον. Όχι αυθέντη, απεκρίθη ο βεζύρης, καλλίτερον πιστεύω πώς η Κυρά, που είδαμεν, να είναι καμμία καταραμένη μάγισσα, η οποία διά να σου προξενήση έρωτα έλαβε μορφήν εξωτικής, και όλες εκεί οι νέες που ετραγωδούσαν και ελαλούσαν, είνε τόσοι διάβολοι που την υπηρετούν.

Μόλις εσκέφθην ούτω, αισθάνομαι αίφνης πληγάς και πόνους εις τα νώτα, και στρέφομαι περιδεής προς τα οπίσω. Τεραστία μεταμόρφωσις! Όλοι ήσαν άγγελοι, εφ' όσον ήσαν ενώπιόν μου· όπισθεν μου εγίνοντο όλοι διάβολοι και με εκτύπων εκ των νώτων. Το στήθος μου, Διδάσκαλε, ουδεμίαν πληγήν φέρει. Αλλ' ερώτησε την ράχιν μου και θα σου είπη το διατί.

Τράβα δρόμο σου. Εκείνος ηθέλησε να τον σπρώξη. Ο πατέρας σου άναψε. Τα λόγια του Νικολού ήρθαν ευθύς διάβολοι και του εσήκωσαν τα μυαλά. Δεν το παίρνεις, συλλογίζεται που να χαλάση ο κόσμος. Ή θ' ανεβώ με το μελάτι απάνω ή αφίνω τα κόκκαλά μου εδώ! Καθώς έκαμε να σπρώξη δεύτερη ο βουτηχτής, σηκώνει γροθιά ο πατέρας σου και του δίνει στο στομάχι.

Μερικές φορές μοιάζουν με στοιχειά» ξαναείπε, ενώ ο Τζατσίντο ξάπλωνε πάλι καταγής σιωπηλός. «Είδες τι μακρουλές που ήταν; Τρώνε τα άγουρα σταφύλια σαν διαβόλοι….» Ο Τζατσίντο όμως δεν μιλούσε πια.

Αλλά, μα την αλήθεια, αυτοί οι παραλυμένοι διάβολοι κάμνουν πολύ κακό εις τας γυναίκας των θεών, διότι αν οι θεοί κάμουν δέκα, οι δαίμονες χαλούν τα πέντε. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Καλά, πήγαινε, χαίρε. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Δος μου το φόρεμά μου· φόρεσέ μου το στέμμα μου. Αισθάνομαι εν εμοί πόθον αθανασίας. Δεν θα υγράνη πλέον τα χείλη μου ο χυμός των σταφυλών της Αιγύπτου. — Σπεύσον, σπεύσον, καλή μου Ειράς· γρήγορα.

Οι φύλακες καλόβουλοι εγκρέμισαν τον τοίχο και άνοιξαν μια πόρτα που χιλιάδες ημπορούν να περάσουν μαζί. Αλλά τόσος είνε ο λαός που πηγαίνει ώστε πάντα στριμωμένοι και με καυγάδες κατορθώνουν να έμπουν. Οι γροθιές, οι κλωτσιές και τα μαλλοτραβήματα πηγαίνουν καπνός. Αν δεν ήταν οι διάβολοι να τους χωρίζουν, δεκαφτά φορές θα ξαναπέθαινε καθένας.

Ρουκέτες από σερπαντέν και βροχή το κομφετί. «Εδώ ο χαρτοπόλεμος ! Χαρτί και πόλεμοςΤρόμπες : «ούγου-ού-ου-ου ! !» Τα πεζοδρόμια παστά απ’ τον κοσμάκη που έσερνε πατείς με πατώ σε τα πόδια του μες τον άμμο μια πιθαμή· κι απάνω στα μαύρα ανθρώπινα κύματα: τα τουρλωτά καπέλλα των γυναικώνε σα μαούνες φορτωμένες ! όλα αυτά βουτηγμένα σταλεύρι, τυλιγμένα σ’ ένα σταχτοκίτρινο πέπλο βαρύ και πνιγερό . . . Να κι ο Θεοδοσίου ! Ού, σαχλαμάρα ! Μπράβο ! μπράβο ! του φωνάζουν άλλοι και δος του τα παλαμάκια από πέρα, όλο το δρόμο πουρχόταν. . : απάνω σ' ένα γάιδαρο τανάποδα, με του γαϊδάρου την ουρά ανασηκωτή στα χέρια αντίς για γκέμια . . κ' έκοβε μ' ένα ψαλλίδι τρίχες απ’ την ουρά και τις μοίραζε στον κόσμο!. . .Απ’ την ουρά κρεμότανε μια επιγραφή : ΕΘΝΙΚΩΝ ΤΑΜΥΟΝ. Πλάι στο γαϊδουροκαβαλλάρη έτρεχ' ένας μουντζουρωμένος παλιάτσος και τούδινε χαρτάκια από ένα πανέρι πούγραφε απέξω: ΜΠΗΛΙΕΤΑΚΕΙΑ. Ο γάιδαρος είχε στο κεφάλι μια σημαία γαλανόλευκη με κόκκινα γράμματα: ΔΟΛΙΑ ΠΑΤΡΥΣ. Και στου ίδιου του Θεοδοσίου το φέσι ήτον κολλημένο ένα χαρτί που έλεγε: ΣΙΝΝΑΛΑΓΟΙ. . . Και σφυρίγματα, τρόμπες, χάχανα, τροκάνια, χαρτοπόλεμος, στραγαλιές κατάμουτρα και μαγκαρία και μαρίδα από πίσω ατέλειωτη . . . . . Και νά πάλι αμάξια με τα αιώνια ντόμινα που έξαφνα σηκώνοντ' ορθά και ρίχνουνε με λύσσα κατά κάποιο παράθυρο στραγάλια, μπουκέτα, ό,τι τους τύχη στο χέρι . . . Σταναμεταξύ «Μακεδόνες» πεζοί, μισόγυμνοι μες τα χρυσόχαρτα, και «γαμπροί» και «νύφες» που φορούν το σεντόνι του νυφικού τους κρεββατιού για πέπλο και μπουλούκια-μπουλούκια παλιάτσοι με κουδουνάκια . . και ιππότες από όπερες με ισπανικά και περμαντόννες με πορτοκαλλιά κοντοφούστανα και μάγουλα βαμμένα σαν αυγά του Πάσχα και με κατσαρά από ροκανίδια. . . και κάτι διάβολοι κοκκινοφορεμένοι με τις ουρές τους αλλαμπρατσέττα . . . . . Και πάλι φωνές: «Χά !-χά !-χά ! χάκαι τρόμπες και ροκάνες και σφυρίγματα και «Χαρτί και πόλεμος ! εδώ ο χαρτοπόλεμοςκαι παλαμάκια . . .Κ' έξαφνα : «Να ! να το Κομιτάτο ! Έρχονται, έρχονται ! Τo Κομιτάτο !-…» Τι χαρά!

Πού επερίσσευε τραμπούκος απ' αυτούς που έχουν δόντια, κατάλαβες, για να φάνε κ' οι άλλοι, οι παραμικροί; Ο Λάμπρος ο Βατούλας κ' ο Μανώλης ο Πολύχρονος κι' άλλοι μερικοί, πέφτουν με τα μούτρα στη λαδιά, στο μούχτι . . . κ' ειξεύρουν πώς να κυνηγούν το πλιάστικο. Έχουν βλέπεις αυτοί, οι διάβολοι, τον τρόπον να τα κάμουν πλακάκια.

Εφυλάττετο καλώς μη εκφέρη ως απειλήν την αποβολήν, όπως θα έπραττε ξένος μη γνωρίζων τα ήθη του τόπου, διότι εγνώριζε κάλλιστα ότι οι μικροί διάβολοι εγέλων με την απειλήν ταύτην, ην ενόμιζον ως ευτυχίαν και ελευθερίαν. Επίσης τους είπεν ότι «όσοι έχουν παπούτσια να τα φορούν εις το εξής, όταν θα πηγαίνουν εις το σχολείον».