United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κρατημένες απ' το χέρι η δυο αδερφές πήγαιναν κάτω απ' τα δένδρα. Φορούσαν δυο καπέλλα φορτωμένα με μια φριχτήν άνοιξη από πανί που έρριχνεν άνθη και καρπούς στα γηρατειά των. Τα ίδια καπέλλα, τα ίδια λουλούδια, ούτε ένα λιγώτεροτόσο ήταν αγαπημένες. Η ίδιες ρυτίδεςτόσο ήταν αγαπημένες!

Και βλέπω ενώπιόν μου ανθρώπους, διερχομένους πλησίον αλλήλων, οίτινες αντήλλασσον χαιρετισμούς, εξάγοντες δήθεν τα καπέλλα, οι μεν προς τους δε. Κατά γενικήν δε συνθήκην, το παλαιότερον καπέλλον εκινείτο πρώτον και εχαιρέτα το καινουργέστερον. Αδιάφορον αν οι φέροντες ταύτα είχον αντίθετον των καπέλλων ηλικίαν. Εσκέφθην: — Περίεργον! εδώ ευρίσκω καπέλλων κοινωνίαν, και ουχί ανθρώπων.

Υπάρχει κάποιος χορός θεριστάδων που φορούν καπέλλα από άχυρα σήκαλης κι αγροτών ντυμένων τρίχινα φορέματα σαν σάτυροι· μια μάσκα Αμαζόνων, μια μάσκα ρούσσσικη και μια κλασσική μάσκα· διάφορες αθάνατες σκηνές για ένα υφαντή με κεφάλι γαϊδουριού, μια επανάσταση για το χρώμα ενός μανδύα, που χρειάζεται να επέμβη ο Λόρδος Δήμαρχος του Λονδίνου για να την κανευνάση· και μια σκηνή μεταξύ ενός μανιωμένου αντρός και της μοδίστρας της γυναίκας του για το κόψιμο ενός μανικιού.

Τι θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαιτον φούρνο ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα λούλουδα του κάμπου.

Έχει άλλος; Και πάλιν είτα κροτών ισχυρότερα το σφυρίον του επανελάμβανε βροντωδέστερον: — Τριάντα δυο χιλιάδες μία! τριάντα δύο χιλιάδες δύο! τριάντα δύο χιλιάδες; Ορίστε, κύριοι, θα πάρη τέλος! Κόσμος πολύς, ο κόσμος της αγοράς, περιεκύκλωσε τον έπαρχον, περίεργος διά το αποτέλεσμα, Οι προύχοντες όλοι εκεί με τα υψηλά καπέλλα όρθιοι.

Ο Δουξ κ' οι φίλοι του ήταν φορεμένοι μάλλινους χιτώνες, πέτσινες ζακέττες, ψηλές μπόττες και σιδερένιες χειρίδες κι ανεστραμμένα καπέλλα και σκούφους. Και καθώς παίζανε σε αληθινό δάσος, βρήκαν τις φορεσιές τους, είμαι γι' αυτό βέβαιος, εξαιρετικά κατάλληλες.

Και σα γυρίζουν πάλι στα σπίτια τους και κρεμάζουν τα καπέλλα τους στο καρφί, ας στεφανώνουνται σα γαμπροί, κι ας &πλαγιάζουνε& στα συμπόσιά τους, μ' αυλητρίδες και με χορεύτρες αντίκρυ τους. Πες τους να μη λησμονούνε να στέλνουνε και κανένα πινάκι φαεί της «Θεού».

Φαίνεται όμως, ότι ο άνθρωπός μου είχε δίκαιον διότι όσον ο χρόνος παρήρχετο και έχανον το χρώμα μου, παρετήρουν ότι τα άλλα καπέλλα, τα οποία μ' εχαιρέτων καθ' οδόν, ήρχιζαν να ελαττώνουν του σεβασμού των τας ενδείξεις· μίαν ημέραν δε ο κύριος μου έχασε την υπομονήν, και είπε προς εμέ με θυμόν: — Πήγαινε να χαθής πλέον! δεν σε χαιρετά τώρα κανείς και δεν μου χρειάζεσαι.

Έφυγα και εγώ, Διδάσκαλε, περίλυπος εκ της διηγήσεως εκείνης, και λέγων προς το Φάσμα: — Ηννόησα καλώς τώρα· ένα καπέλλον χωρίς κεφάλι είνε αληθώς άχρηστον πράγμα· φαίνεται όμως, ότι είνε αχρηστότερον πράγμα διά τους ανθρώπους, ένα κεφάλι χωρίς καπέλλον! Ιδού διατί, συναντώνται μεν οι άνθρωποι, αλλά χαιρετώνται πρώτα τα καπέλλα.

Έτσι ταλλάζανε για πιο αστείο και σε κάθε «μπουμ» δος του μια με το τακούνι. . . Η Λιόλια που δεν έβγαινε απ' τα ξεροκοκκινίσματα, μόλις το πήρε ταυτί της έκαμε να φύγη, γιατί θάρρεψε πως γι' αυτήν τόλεγαν οι νέοι. Ο Νίκος και οι φίλοι του ξεκαρδιστήκανε στα γέλοια. . . Ήρθαν και τους πήραν τα καπέλλα και τα παλτά τους.