United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ δε ο πατέρας μου ήτο περίλυπος, κάποιος εκ των παρόντων φίλων «Μη ανησυχείς, του είπε, και εγώ θα σου στείλω μετ' ολίγον ένα Βαβυλώνιον, εξ εκείνων τους οποίους λέγουν Χαλδαίους, ο οποίος θα θεραπεύση τον άνθρωπον.

Εις το σπίτι σπανίως η Πηγή έμενε μόνη· ο είς εκ των δύο δράκων συνέβαινε να είνε πάντοτε σχεδόν εκεί· ή ο γέρων με την τουρλωτήν φέσαν ή ο νέος με την κατηφή μορφήν. Ο Μανώλης δεν ετόλμα πλέον να εισέλθη χωρίς να είνε βέβαιος ότι η Πηγή ήτο μόνη. Οσάκις δε παρεμόνευσεν υπό το παράθυρον, πάντοτε συνέπεσε νακούση την φωνήν του Θωμά ή του Στρατή και απήρχετο περίλυπος ή βλασφημών.

Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα. τούτοςτο δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του• τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη 155του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι• και πάλ' ήλθε κ' εκάθισετον θρόνον 'που 'χε αφήσει.

Περίλυπος εστιν η ψυχή μου μέχρι θανάτουΝικόλαος». Αισθάνθηκα κάτι να μου σφίγγη το στήθος. Πρώτη φορά ήταν που τον πονούσε η καρδιά μου. Ποτέ δεν τον είχα λυπηθή. Μα τώρα, δεν ξέρω, μου φαινότανε πως είχε πληρώσει ακριβά τις αμαρτίες του, και του τα συγχωρούσα όλα, ακόμα και τις ελληνικούρες του, έφτανε μόνον να μην έβλεπα εκείνο τον πικρό λόγο: «Εγώ δε θα σ' ενοχλήσω πια». Όλα του τα συγχωρώ.

Φεύγω, επειδή το θέλεις, είπε μετ' ολίγον εκείνος εγερθείς, αλλά δεν θ' απομακρυνθώ, δεν ημπορώ ν' απομακρυνθώ. Και επρόσθεσε, συμπλέκων τας χείρας και με φωνήν εκφράζουσαν υπέρτατον πόνον: — Μήπως το θέλω; σε αγαπώ τόσον . . . Τω έδειξεν επιτακτικώς την θύραν! Εκείνος τότε, βραδέως οπισθοχωρών, αφήκε την αίθουσαν και απήλθε της οικίας περίλυπος.

Ο Γιάννος είχεν εξέλθει και τόρα νικητής εκ της πάλης, η αθωότης του είχε θριαμβεύσει αλλ' έκυπτε την κεφαλήν περίλυπος εις το στήθος. Εις το πρόσωπον εκείνης, την οποίαν αυτός εθεώρει μητέρα κ' εγνώρισεν ως μητέρα, έβλεπε την εξαχρείωσιν και την αληθινήν του κόσμου κατάστασιν.

Δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τις τον ζωντανόν πόνον που έλαβεν ο βασιλεύς της Κίνας, διά την υστέρησιν της γυναικός του και των παιδιών του, που τόσον αγαπούσεν· αν αυτός έχανε τον πόλεμον, και αν ήθελε πέση εις τα χέρια των εχθρών, δεν του ήθελε είνε τόσον μεγάλη η θλίψις ωσάν εκείνη· μάλιστα από την υπερβολικήν του θλίψιν εκατάκοψε το πρόσωπόν του, και έβαλε χώμα εις το κεφάλι του, και έκαμε τόσα καμώματα παράξενα από την θλίψιν του, που εφαίνονταν ωσάν ένας ξεμυαλισμένος, και όλος περίλυπος εγύρισεν εις την καθέδραν του, και εκεί λέγει του βεζύρη του.

Όχι. — Αυτή είνε! Σκέπτομαι τότε περίλυπος: — Ψυχή πάσχει, η φύσις πταίει. Απαντά το Φάσμα: — Ουτοπίας σκέπτεσαι· η φύσις είνε σοφή και εις ουδέν πταίει. Αλλ' οφείλω να προσθέσω και τούτο: Ο εγκέφαλος της γυναικός δεν είνε πάντοτε τέλμα· πάντοτε όμως είνε ευαίσθητος αγωγός αναθυμιάσεως· τέλμα δε είνε ο εγκέφαλος του ανδρός, — είτε συζύγου, είτε εραστού, είτε πατρός.

Έφυγα και εγώ, Διδάσκαλε, περίλυπος εκ της διηγήσεως εκείνης, και λέγων προς το Φάσμα: — Ηννόησα καλώς τώρα· ένα καπέλλον χωρίς κεφάλι είνε αληθώς άχρηστον πράγμα· φαίνεται όμως, ότι είνε αχρηστότερον πράγμα διά τους ανθρώπους, ένα κεφάλι χωρίς καπέλλον! Ιδού διατί, συναντώνται μεν οι άνθρωποι, αλλά χαιρετώνται πρώτα τα καπέλλα.

Εν τω μεταξύ ο κυρ-Μοναχάκης, μαθών εις τίνα ανήκεν η κλαπείσα λέμβος, επαρουσιάσθη περίλυπος εις την οικίαν του πλοιάρχου. Ο κυρ-Μοναχάκης αυτό ίσα-ίσα επεθύμει, να υπάγη με την σκαμπαβίαν. Εφοβείτο να μείνη εν αγωνιώδει προσδοκία εις την πολίχνην, και του εφαίνετο ότι, αν ελάμβανε μέρος εις την καταδίωξιν, διά του αντιπερισπασμού τούτου ηπιώτερον θα ησθάνετο τον πόνον του.