United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Γρίβα μου, βάστα τη φωτιά » Ως να καλονυχτώση. » Φέρνω Λακκιώταις διαλεχτούς. » Διακόσιους λεβεντάδες. — »'Σάν τ' άκουσε ο Αβδή-πασσάς, » Μαζόνει τους Αγάδες. » Την νύχτα δεν καρτέρησαν, » Φεύγουντου Ηλιού τη δύσι.» « Φεύγουνε, καιτα Γιάννινα »'Μπαίνουνε 'ντροπιασμένοι. » Χίλιους νεκρούς αφήκανε »'Σ του Κουτσελιού τη μάχη. . . » Τη νύχτα φεύγω.

Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Ζυγώνω και την καλησπερίζω. — «Καλησπέρα», μου λέει ξερά. Άπλωσα να της δώσω το χέρι. Τραβήχτηκε μέσα και μου κλείνει το παράθυρο κατάμουτρα. Την άκουγα που γελούσε. Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι. Έτσι είσαι, άτιμο θηλυκό;! Τραβάω στο σπίτι μου. — «Μάννα, να μου ετοιμάσης τα ρούχα μου. Φεύγω το πρωί με το βαπόρι. Πάω να μπαρκάρω στον Περαία». Βρε αμάν, βρε ζαμάν η γρηά.

Πήγα δα και στην Αθήνα, σ' εκείνο το &Ιππομαχικό&, και μώδωκαν, λέει, δύο &σφάκελλα& να πάω στο Σοκομείο να παρουσιασθώ στην Πιτροπή· πήγα και στην Πιτροπή, ο ένας ο γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη, κι' αυτοί δεν είξευραν . . . ύστερα γύρισα στο υπουργείο, και μου είπαν: «σύρε 'στο σπίτι σου, κ' εμείς θα σου στείλωμε την σύνταξί σου». Σηκώνομαι, φεύγω, έρχομαι εδώ, περιμένω, περνάει ένας μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω λέει, πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναϊδούν.

«Αυτή δεν θ' αργήση, έλεγα μέσα μου· τώρα θα κολυμπήση, θα ντυθή και θα φύγη . . . Θα τραβήξη αυτή το μονοπάτι της, κ' εγώ τον κρημνό μου! . . . » Κ' ενθυμήθην τότε τον Σισώην, και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπά-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε τον γυναικείον πειρασμόν!

Είχα πολλά κρυμμένα στο νου μου και στην καρδιά μου, και δε σου φανέρωσα μήτε τα μισά. Δίχως άλλο αύριο φεύγω. Ίσια στ' Άγιο Όρος Θα ξεκινήσω. Εκεί θα τις βρης αυτές τις Φυλλάδες, αυτό το αίμα που έσταξε από τις μισόστεγνες φλέβες μου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Λοιπόν ας σε ανοίξω παράθυρον, να έμβη φως, και η ζωή να έβγη! ΡΩΜΑΙΟΣ Υγείαινε, αγάπη μου· ένα φιλί και φεύγω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Αναχωρείς, ω άνδρα μου, αγάπη μου, ψυχή μου! Θέλω να έχω νέα σου κάθε στιγμήν και ώραν πλην μήνας θα μου φαίνεται κάθε στιγμή μακράν σου. Ω! με το μέτρημα αυτό χρόνια πολλά θα γείνουν, ως που και πάλιν να ιδώ τον ακριβόν μου άνδρα.

Και γω πώς θα μπορέσω να ζήσω; Το σώμα μου μένει εδώ. Έχεις την καρδιά μου. — Ιζόλδη, φίλη, φεύγω, δεν ξέρω για ποιον τόπο. Αλλ' αν ποτέ ξαναϊδής το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, θα κάμης ό,τι σου ζητήσω μ' αυτό;

ΑΔΜΗΤΟΣ Φύγε και άφησε μ' εδώ να θάψω τον νεκρό μου. ΦΕΡΗΣ Φεύγω και θάψε την εσύ, που είσαι κι' ο φονιάς της. Αλλά θα δώσης μια φορά λόγο στους συγγενείς της· άνδρας δεν θα είναι ο Άκαστος, αν κάποτε δεν έλθη να τιμωρήση άγρια της αδελφής τον φόνο. ΑΔΜΗΤΟΣ Λοιπόν κατάρα και σ' εσέ, κατάρα και στην μάννα, Κ' οι δυο, αν κ' έχετε παιδί, εν τούτοις θα γυρνάτε χωρίς παιδί.

Προχωρώ Μέσα σε λόγκο μαύρο, 'Σάν το βαθύ το σύγνεφο Ν' αστράψη 'τοιμασμένο. Φωναίς, σαν βουβουνίσματα. Ακούω, και προσμένω Την αστραπή. Και γλίγωρα Φεύγω τον πάτο ναύρω. Ο λόγκος δεν τελείωνε. 'Σ τη μέση του ποτάμι Νερά με φλόγες κύλαε, Με μια βοή μεγάλη, Και τα νερά 'σάν αίματα Κόκκινα ήταν. Πάλι Εκεί τρομάρα μ' έπιασε, Κ' έτρεμα 'σάν καλάμι. Ήταν πλατύ.

Τους αφήκα λοιπόν ενώ έπλεον εξ Αιγύπτου εις την Μαλλόνδιότι ενόουν ότι τους ενώχλουν με τας αντιρρήσεις μου εις τα ψεύδη των. — Εγώ, είπα, φεύγω, διά να ζητήσω τον Λεόντυχον, διότι έχω ανάγκην να τον συναντήσω. Σεις δε επειδή δεν νομίζετε, φαίνεται, ικανά τα ανθρώπινα, καλείτε τώρα και τους θεούς να σας βοηθήσουν εις τας μυθολογίας σας. Και άμα είπα αυτά εξήλθα.