United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ιούδας τους είπε: καλύτερα να τον πουλήσουμε στους Ισμαηλίτες παρά να τον σκοτώσουμε. Έτσι και έκαναν. Την ξέρεις την ιστορία του εβραίου Ιωσήφ; Λυπάμαι που φεύγεις, αλλιώς θα σου την έλεγα.» «Όχι, δεν φεύγω», είπε ο Έφις, «θα σε συνοδεύω από τώρα και στο εξής. Θα οδηγούμε από το χέρι ο ένας τον άλλο

Ο τυφλός γνώριζε καλά πότε γίνεται κάθε πανηγύρι και ποιόν δρόμο έπρεπε να πάρουν και ήταν εκείνος που οδηγούσε το σύντροφό του. Περνώντας από το Νούορο ο Έφις τον οδήγησε προς το Μύλο, τον άφησε ακουμπισμένο σ’ ένα τοίχο και πήγε να χαιρετήσει τον Τζατσίντο. «Φεύγω για τόπους μακρινούς. Αντίο. Να θυμάσαι την υπόσχεσή σου.» Ο Τζατσίντο ζύγιζε ένα σακί αλεσμένο κριθάρι.

Η πρώτη ιδέα μου ήτον να βήξω, να της δώσω αμέσως είδησιν, και να κράξω· « — Βρέθηκα εδώ, χωρίς να ξέρω . . . Μην τρομάζης! φεύγω αμέσως, κοπέλλα μουΠλην, δεν ηξεύρω πώς, υπήρξα σκαιός και άτολμος. Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εις την ρίζαν του βράχου κ' επερίμενα.

Το σπρώχνουν αποδώ, αποκεί το πληγώνουν. Είνε ξένο στο χωριό· ξένο στη ζωή και στο ξεφάντωμα. Φεύγα! του φωνάζουν κ' οι πέτρες. — Όχι· δε φεύγω! βρυχήθηκε άξαφνα ο Χαγάνος. Έρριξε πέρα το μαρκούτσι και πήδησε ολόρθος· τον έπνιξε το δίκιο κ' η αδυναμία του. Άρχισε βιαστικά να δρασκελάη απ' άκρη σ' άκρη το δωμάτιο. Πάταε κ' έτριζε το πάτωμα, βούλιαζαν τα σανίδια. Τούρχεται σαν τρέλλα.

ΛΗΡ Άφησε να ομιλήσω πρώτα με τούτον τον φιλόσοφον. — Παρακαλώ, ειπέ μου, ο κεραυνός πώς γίνεται; ΚΕΝΤ Την προσφοράν του δέξου και πήγαινε, αυθέντα μου, εκεί όπου σου λέγει. ΛΗΡ Θα 'πω με τούτον τον σοφόν Θηβαίον δύο λόγια, — Ειπέ μου, τι εσπούδασες; ΕΔΓΑΡ Τον διάβολον να φεύγω και να σκοτώνω ποντικούς. ΛΗΡ Να σ' ερωτήσω θέλω κάτι κρυφόν. Ω, πείσε τον να σε ακολουθήση, καλέ μου άρχον!

Και γι' αυτό δεν έζησε, ούτε όσο ζουν τα ωραία όνειρα. Ήταν το ναρκωτικό που έπινα για να σε ξεχάσω, και τώρα άρχισε να με κουράζη... Φεύγω. Κάποιος έρχεται. Δεν θέλω να μας εύρουν μαζή. Μαρία! Μ α ρ ί α Μ' έβαλεν η μητέρα σου εκεί. Μη μ' εγγίζης. Μου κάνεις φρίκην. Μαρία μου, συγχώρησε με. Μια παλιά συμπάθεια. Μαρία μου! Συγχώρησε με. Μη με εγγίζης. Μου κάνεις φρίκη!

Και ο τρόπος με τον οποίον πλησιάζω εκεί είνε οπόταν εβγαίνω από το καράβι πρέπει να είναι νύκτα, και να έχω φανάρια αναμμένα· η θεωρία της φωτιάς φοβίζει, και βάνει εις φυγήν εκείνα τα άγρια θηρία, και ούτω πλησιάζω εις εκείνα τα πηγάδια, και παίρνω όσα μαργαριτάρια θέλω, και έπειτα φεύγω χωρίς βλάψιμον.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Είπα, όσα μ’ ερωτήσατε° και τώρα φεύγω και δεν φοβούμαι θάνατον εγώ από σένα. Σου λέγω μόνον ο άνθρωπος όπου ζητούνε, εκείνος όπου εσκότωσε τον βασιλέα είναι μπροστά, και μέτοικος αν λέη πως είναι, γλίγωρα θα τον εύρετε να ’ναι Θηβαίος.

Και πέταξα «'Σάν αστραπήτην Πλάκα. » Πιάνω καρτέρι των Τουρκών » Κ' ήθελα τους χαλάσει, «'Στο χέρι αν δεν πληγώνομαν, » Και μ' έφυγαντα δάση. » Φεύγω 'πό 'κεί και έφθασα «'Στο Σούλι μου, 'ς τη Λάκκα

Κι άξαφνα χωρίς να του κάνουμε τίποτα, έρχεται στην ώρα την πικρή, στο χειμωνιάτικο εκείνο μεσημέρι και μου λέει με την ίδια του φωνή. — Φεύγω τώρα.... Κ' έφυγε στ' αληθινά πέταξε ήσυχα, ανάερα και πήγε να στολίση την κούρνια του οχτρού μου! Έφυγε ήσυχα, γλυκά, χωρίς να ρίξη κάνε τ' αστροπόβολο απάνου μου, να κάψη το κορμί πριν γνωρίση τα μαύρα τα μελλάμενα.