United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο τυφλός γνώριζε καλά πότε γίνεται κάθε πανηγύρι και ποιόν δρόμο έπρεπε να πάρουν και ήταν εκείνος που οδηγούσε το σύντροφό του. Περνώντας από το Νούορο ο Έφις τον οδήγησε προς το Μύλο, τον άφησε ακουμπισμένο σ’ ένα τοίχο και πήγε να χαιρετήσει τον Τζατσίντο. «Φεύγω για τόπους μακρινούς. Αντίο. Να θυμάσαι την υπόσχεσή σου.» Ο Τζατσίντο ζύγιζε ένα σακί αλεσμένο κριθάρι.

Το έβαζε στο κόσκινο κι έπειτα το βύθιζε στο νερό ενός καζανιού∙ οι πετρούλες μαζεύονταν όλες σε μιαν άκρη κι εκείνη τίναζε το κόσκινο για να τις απομακρύνει. Το στάρι ήταν όλο σκόνες και πετραδάκια, ήταν το κατακάθι στο σακί που τους είχε απομείνει. Αυτό όμως που έκανε εντύπωση στον Έφις ήταν η ντόνα Νοέμι που φορούσε το άσπρο μαντήλι της ντόνας Ρουθ, σε ένδειξη πένθους.

Ανασήκωσε τα μάτια του με τα λευκά από το αλεύρι βλέφαρα και χαμογέλασε. «Ποια υπόσχεση;» «Ότι θα ζυγίζεις καλά», είπε ο Έφις και έφυγε. Μόλις ζύγισε το σακί, ο Τζατσίντο πετάχτηκε έξω και είδε τους δυο ζητιάνους ν’ απομακρύνονται πιασμένοι από το χέρι, χλωμοί και τρεμάμενοι και οι δυο, σαν άρρωστοι. Τον φώναξε, αλλά ο Έφις του έκανε με το χέρι αντίο χωρίς να στρέψει.