United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πετάχτηκε επάνω, έκανε μερικά βήματα πίσω και όταν βρέθηκε μέσα στην κουζίνα πήγε στη γωνιά πίσω από την πόρτα, άρπαξε με τα δυο της χέρια ένα σιδερένιο λοστό και ορθώθηκε με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, τρομερή σαν Νέμεση με το ρόπαλο. Και ήταν εκείνη τώρα πού έκανε τον άντρα να υποχωρήσει, λέγοντάς του χαμηλόφωνα, με ύφος απειλητικό: «Φύγε, φονιά! Φύγε…Εκείνος υποχωρούσε. «Φύγε!

Η πρώτη ήταν εκείνη του Έφις επάνω σ’ ένα άλογο φορτωμένο με δισάκια και μαξιλάρια και η άλλη ήταν ενός ξένου επάνω σε ένα ποδήλατο που άστραφτε κόκκινο διασχίζοντας σαν βέλος την αυλή. Η Γκριζέντα πετάχτηκε όρθια ακουμπώντας στον τοίχο, τόσο πολύ είχε ταραχτεί. Και το ακορντεόν σταμάτησε να παίζει. «Ντόνα Έστερ μου! Ο ανιψιός σας

Τότε άρχισε όλος ο στρατός παράκληση να κάνει προς τους θεούς σηκώνοντας τα χέρια· κι' ο καθένας είπε ξανάπε, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, ο Αίας μας να λάχει για ο Διομήδης, για ατός του της πολύχρυσης ο βασιλιάς Μυκήνας180 Είπαν, κι' ο Νέστορας τους σιεί. Κι' απ' το χαλκένιο κράνος όξω ο λαχνός πετάχτηκε που κι' όλοι αποθυμούσαν, του Αία.

Του φάνηκε πως το βήμα του αλόγου αντηχούσε επάνω στον τοίχο, από πάνω του, κι έπειτα χαμηλότερα, επάνω στο κορμί του, επάνω στην καρδιά του. «Έφυγε χωρίς να μου πει τίποτε! Εγώ όμως, όταν μου είπε την ιστορία του με το λιμενάρχη, δεν έκανα το ίδιοΞαφνικά πετάχτηκε επάνω, σαν κάτι να τον τσίμπησε.

Και τώρα σαν αρνηθούμε το χάρισμά τους, πάλε το αίμα μας θα ποτίση το διψασμένο χώμακαι ποιος ξέρεισκλάβοι κ' εμείς, σκλαβωμένη κ' η γη μας, θα συρθούμε στα πόδια των οχτρών μας. Άμποτε μόνο, κλεισμένα τα μάτια μου, να μην ιδούνε τη μεγάλη συφορά. Το βασιλόπουλο πετάχτηκε απάνω και τα μάτια του αστράψανε μέσα στα σύννεφα των λογισμών του.

Τότες η όμορφη χήρα σκούπισε το δάκρυά της, πετάχτηκε απ' το στρώμα, φόρεσε τα μαύρα της ρούχα, σκέπασε το ξανθό της κεφάλι με τη μαύρη μαντήλα και βγήκε σαν ήσκιος απ' την πόρτα. — Φεγγαράκι μου, δείξε μου το δρόμο, να πάω να βρω τον καλό μου. Ο καλός της, δυο χρόνια τώρα, κοιμότανε έρημος και μονάχος κι' αυτός, κάτω απ' το ψηλό το κυπαρίσσι, στην αυλή του μοναστηριού.

Φώναξε ο Διονυσιοφάνης δυνατώτερα από το Μεγακλή· κι αφού πετάχτηκε επάνω, φέρνει μέσα τη Χλόη, πολύ όμορφα στολισμένη, και λέει: — Τούτο το παιδί το ποραπέταξες· αυτή την παρθένα μια προβατίνα με την ένοια των θεών σου την ανάθρεψε, όπως μια γίδα το Δάφνη μου.

Πέρασε με χίλιους συντρόφους του από φλόγα κι από καπνό, και πετάχτηκε στ' αψηλά, να βρη τη λευτεριά που η γης του αρνήθηκε. Βασιλιά μου και Βασιλόπουλο, να με συμπαθήστε που σας κράτησα τόσην ώρα. Δεν το είχα σκοπό να το κάμω τόσο μεγάλο το παραμύθι μου. Μα μπορούσε να είναι και μεγαλήτερο. Μπορούσε να είναι και παραμύθι που να δηγάται τετρακόσω χρόνων όνειρα, ελπίδες, πίκρες και βάσανα.

Τέτοια ιδόντας κι ακούσαντας ο Δάφνης, αφού πετάχτηκε από τον ύπνο, γεμάτος δάκρυα από χαρά και λύπη και τ' αγάλματα των Νυμφών επροσκυνούσε κ' έταξε ότι, άμα σωθή η Χλόη, θα τους κάμη θυσία το πιο καλό τραγί.

Πονηρό θηλυκό κι' αυτή, μπήζει τις φωνές: — Γέρο-κολασμένε, δεν ντρέπεσαι το χρόνια σου, που ήρθες να μου πιάσης το μάγουλο! Τι μ' επήρες εμένα; Σαν αυτές, που ξέρεις; Έβγαλε το πασσούμι της και τον άρχισε στο ξύλο. Πετάχτηκε κ' η γυναίκα του που άκουσε τα λόγια της γειτόνισσας.