Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Πάντα βλέπω στον ύπνο μου το λιμενάρχη, τη γυναίκα του, την υπηρέτρια, τους βλέπω και ξύπνιος, ακόμη και τώρα, εκεί, μπροστά μου. Ήταν καλοί άνθρωποι, αλλά εγώ ήθελα να βυθιστώ για να μην τους ξαναντικρίσω. Και το χειρότερο ήταν πως δεν μπορούσα να φύγω από το σπίτι τους.
Βγαίνοντας από την αίθουσα του χορού άρπαξε μια πνευμονία και έπεσε επάνω σε ένα παγκάκι της λεωφόρου. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Όταν βγήκε, αδύνατος και εξαντλημένος, δεν είχε πού να μείνει ούτε τι να φάει…. Κοιμόταν κάτω από τις καμάρες του λιμανιού, έβηχε και είχε εφιάλτες. Ονειρευόταν πάντα τον λιμενάρχη που τον ακολουθούσε, τον ακολουθούσε….. όπως στις σκηνές του κινηματογράφου.
Χθες βράδυ όμως πήγες να παίξεις….» «Με το πολύ παιχνίδι κερδίζει κανείς. Θέλω να κερδίσω για εκείνες, ακριβώς. Όχι, δεν θέλω πια να τους γίνομαι βάρος. Θέλω να πεθάνω… Βλέπεις,» πρόσθεσε χαμηλόφωνα «τώρα, μετά τη σημερινή σκηνή, μου φαίνεται πως είμαι ακόμη στο σπίτι του λιμενάρχη…. Ο Θεός να με βοηθήσει, Έφις!»
Μαθαίνει κανείς γρήγορα τη ζωή, όταν γεννιέται εκεί που γεννήθηκα εγώ. Κι εσύ όμως γνωρίζεις τη ζωή, με τον τρόπο σου, και γι’ αυτό καταλάβαμε ο ένας τον άλλο παρόλο που μιλάμε διαφορετική γλώσσα. Θυμήσου όταν κατέβαινα στο κτηματάκι…. Έπαιζα και έβαλα ψεύτικη υπογραφή επειδή ήθελα να πληρώσω τον Λιμενάρχη και να του κάνω καλή εντύπωση επιστρέφοντας. Θα έλεγε: ο δυστυχισμένος, ορθοπόδησε.
Εσήκωσα και το φέσι μου κομμάτι παραπάνω — εσυνήθιζεν ο καπετάν Κωνσταντής να το φορή πάντοτε μέχρι των ώτων και των οφθαλμών. — Να σου πω, καπετάνιο μου, απαντά ο φύλακας. Καλό είναι για σε το φέσι σου, αλλά για το λιμενάρχη δεν είνε διόλου καλό. Εκτός αν θέλης να παρουσιασθής για καρβουνιάρης. Και εξεκαρδίζετο από τα γέλοια διηγούμενος το επεισόδιον τούτο ο καπετάν Κωνσταντής.
Ακόμη και τα φαντάσματα εκείνη τη νύχτα δεν τολμούσαν να βγούνε, τόσο φως υπήρχε τριγύρω. Και το νερό μουρμούριζε μοναχικό, χωρίς να το συντροφεύουν τα χτυπήματα από το πλύσιμο των ρούχων των πάνας. Και τα φαντάσματα ήταν γαλήνια εκείνη τη νύχτα. Ο υπηρέτης μόνο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν την ιστορία του Τζατσίντο και του λιμενάρχη και δοκίμαζε μιαν ατέλειωτη γλύκα, μιαν ατέλειωτη θλίψη.
Του φάνηκε ότι βρισκόταν ακόμη στον προθάλαμο του σπιτιού του λιμενάρχη, ακίνητος, να περιμένει. «Λοιπόν, θα σας τα επιστρέψω το αργότερο αύριο», υποσχέθηκε ενώ σηκωνόταν. Και πήγε στου Μιλέζου να του πει ότι την επόμενη μέρα θα έφευγε. Κι εκεί, στο άνοιγμα της πόρτας φαινόταν η αυλή: λευκή, όπου την έλουζε το φεγγαρόφωτο, και σκοτεινή, όπου την σκίαζε η πέργολα.
Του φάνηκε πως το βήμα του αλόγου αντηχούσε επάνω στον τοίχο, από πάνω του, κι έπειτα χαμηλότερα, επάνω στο κορμί του, επάνω στην καρδιά του. «Έφυγε χωρίς να μου πει τίποτε! Εγώ όμως, όταν μου είπε την ιστορία του με το λιμενάρχη, δεν έκανα το ίδιο!» Ξαφνικά πετάχτηκε επάνω, σαν κάτι να τον τσίμπησε.
Ο ώμος του Τζατσίντο έτρεμε με σπασμούς, εκείνος όμως τον ανασήκωσε και τον τίναξε, σαν να ήθελε να απελευθερωθεί από το τρέμουλο και ξανάρχισε με πιο σκληρή φωνή: «Ναι, εγώ ήμουν εκείνος, το κατάλαβες. Πήγα στο σπίτι του λιμενάρχη. Δεν ήταν εκεί, αλλά η υπηρέτρια, ένα χλωμό κορίτσι που μιλούσε χαμηλόφωνα, μ’ έβαλε νε περιμένω στον προθάλαμο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν