United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κόμης Ριόλ είχε στήσει το στρατόπεδο του τρία μίλλια μακρυά από το Κάρχαιξ κι' από πολλές ημέρες οι άντρες του Δούκα Χόελ δεν τολμούσαν πεια να περάσουν της πόρτες να τον χτυπήσουν. Όμως την άλλη μέρα κι' όλα, ο Τριστάνος, ο Καερδέν, και δώδεκα νεαροί ιππότες βγήκαν από το Κάρχαιξ, φορώντας τους θώρακας και της περικεφαλαίες, και κάλπασαν κάτω από το δάσος των ελάτων μέχρι της εχθρικές σκηνές.

Ακόμη και τα φαντάσματα εκείνη τη νύχτα δεν τολμούσαν να βγούνε, τόσο φως υπήρχε τριγύρω. Και το νερό μουρμούριζε μοναχικό, χωρίς να το συντροφεύουν τα χτυπήματα από το πλύσιμο των ρούχων των πάνας. Και τα φαντάσματα ήταν γαλήνια εκείνη τη νύχτα. Ο υπηρέτης μόνο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν την ιστορία του Τζατσίντο και του λιμενάρχη και δοκίμαζε μιαν ατέλειωτη γλύκα, μιαν ατέλειωτη θλίψη.

Τι με νοιάζει για το θάνατο; Βέβαια, αν δεν ήτανε ο φόβος μη θυμώστε, αυτοί οι τέσσερες παληανθρώποι θα πλήρωναν ακριβά το θράσος τους, αυτοί, που δίχως τη δική σας προστασία, ούτε να μ' αγγίξουν δε θα τολμούσαν. Αλλά, από σεβασμό και αγάπη για σας, παραδίνομαι στη διάκρισί σας. Κάμετέ με ό,τι θέλετε. Να με, Μεγαλειότατε. Αλλά λυπηθήτε τη Βασίλισσα

Δεν ήταν άνθρωπος να υποφέρη μούτρα απαίσια. Μήπως δεν έκαμε τα ίδια του Δεσπότη; Μια φορά, οπού η αγιωσύνη του ήρθε στο Μοναστήρι και ήθελε να μάθη αν έχουνε οι αδελφοί παράπονα, ενώ οι λοιποί γέροι, ταπεινοί και ζαρωμένοι, δεν τολμούσαν να σηκώσουν κεφάλι, ο Άνθιμος εστάθηκε μπρος του και με ένα θάρρος έκτακτο και με μια ρητορική και μίαν ευγλωττία οπού την χαρίζει μόνον η αγάπη στην αλήθεια, του εξετύλυξε ό,τι άσκημο ό,τι ρυπωμένο και κηλιδωμένο έμενε κρυφό από εκείνους που έχουνε συμφέρο να το σκεπάζουνε.

Ή δε θυμάσαι όταν ψηλά σε κρέμασα κι' αμόνια διο σούδεσα στα πόδια σου και σούσφιξα τα χέρια μ' άσπαστη ολόχρυση τριχιά, κι' εσύ έτσι κρεμασμένη 20 έμενες μες στο λιόφωτο και στ' ουρανού τα γνέφια; Και στο τρανό βουνό οι θεοί βαρυγομούσαν όλοι, μα δεν τολμούσαν και κοντά να παν και να σε λύσουν, τι όπιον αρπούσα τίναζα οχ το κατώφλι κάτου, κι' εκείνος έφτανε στη γης με την ψυχή στο στόμα.