United States or Moldova ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ρένας στάθηκε κι' εξέταζε. Ήταν όλοι ναύτες με πολύ παιδικά τα πρόσωπα και τις κίνησες. Παιδιά σχεδόν ακόμα, τριών μηνών κληρωτοί. Δεν είχαν μάθει νάχουν τον εγωισμό στο πλύσιμο και στο συγύρισμα του εαυτού τους. Δεν πρόσεχαν και λερώνονταν πολύ εύκολα. Ύστερα, δεν τους ένοιαζε καθόλου να καθαριστούν. Είχαν όμως μεγάλη πονηρία στο παίξιμο, και χτυπούσαν με μεγάλην επιτηδειότητα και τέχνη.

Εγώ θα στρώνω κάτω· πρέπει να στηθή ο εργαλειός. Εσύ με το πλύσιμο, εγώ με τον εργαλειό, θα προφθαίνωμε τα έξοδα του σπιτιού. Αυτό έγινε· έβγαλαν το κρεβάτι και εμβήκεν ο εργαλειός. Αλλ' η μητέρα έμενε συλλογισμένη. — Τι έχεις, μητέρα; την ηρώτησεν η Φρόσω. — Αχ, παιδί μου, εμπρός εις τους ξένους δεν ήθελα να σου το 'πώ.

Ακόμη και τα φαντάσματα εκείνη τη νύχτα δεν τολμούσαν να βγούνε, τόσο φως υπήρχε τριγύρω. Και το νερό μουρμούριζε μοναχικό, χωρίς να το συντροφεύουν τα χτυπήματα από το πλύσιμο των ρούχων των πάνας. Και τα φαντάσματα ήταν γαλήνια εκείνη τη νύχτα. Ο υπηρέτης μόνο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν την ιστορία του Τζατσίντο και του λιμενάρχη και δοκίμαζε μιαν ατέλειωτη γλύκα, μιαν ατέλειωτη θλίψη.