Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Ο Ρένας στάθηκε κι' εξέταζε. Ήταν όλοι ναύτες με πολύ παιδικά τα πρόσωπα και τις κίνησες. Παιδιά σχεδόν ακόμα, τριών μηνών κληρωτοί. Δεν είχαν μάθει νάχουν τον εγωισμό στο πλύσιμο και στο συγύρισμα του εαυτού τους. Δεν πρόσεχαν και λερώνονταν πολύ εύκολα. Ύστερα, δεν τους ένοιαζε καθόλου να καθαριστούν. Είχαν όμως μεγάλη πονηρία στο παίξιμο, και χτυπούσαν με μεγάλην επιτηδειότητα και τέχνη.

Πήγε να πλαγιάση, μα το κεφάλι της την πονούσε, τα μηνίγγια της χτυπούσαν. Δεν την εύρισκε ύπνος... Ο Παπα-Παρθένης ταξιδεύει. Η καπετάνισσα τον καρτερεί. Πέρασε ένας μήνας, δυο μήνες. Χρόνια της είχαν φανή της παπαδιάς. — Καιρός είνε, που θα καλοδεχτούμε τον παπά, ζύγωσαν οι μέρες, έλεγαν οι γειτόνισσες που ερχόντανε και τη συντρόφευαν. Σε λίγες μέρες ήρθε κάποιο γράμμα απ' τον Πειραιά.

Η Ουρανίτσα ξαφνιζότανε στον ύπνο της, άκουγε τόνομά της «Ουρανίτσα μου, χάθηκαΠεταγότανε από το στρώμα σαν την τρελλή. Τίποτε. Ήταν όνειρο. Μόνο η νοτιά βούιζε όξω, και τα κύματα, που σπάζανε στο μώλο, χτυπούσαν στα τζάμια σα χαλάζι. ...Εκείνο το πρωί σηκώθηκε ήσυχη κ' ευχαριστημένη. Είχε δει καλό όνειρο.

Στης πύλες του Τινταγκέλ τον αφήκε. Στα τείχη, οι φρουροί χτυπούσαν της σάλπιγγες. Εχώθηκε μέσα στην τάφρο και διέσχισε την Πολιτεία με κίνδυνο της ζωής του. Πέρασε όπως άλλοτε τους μυτερούς στύλους του κήπου, ξαναείδε τη μαρμάρινη σκάλα, την πηγή και το μεγάλο πεύκο και πλησίασε στο παράθυρο πίσω από το οποίο κοιμώτανε ο Βασιληάς Μάρκος. Τον εφώναξε σιγά. Ο Μάρκος εξύπνησε.

Ο άντρας όμως έκανε μια χειρονομία σαν να ήθελε να διώξει τη σκιά εκείνη και παρατηρώντας τις κινήσεις των κόκκινων χεριών που τραβούσαν, δίπλωναν και χτυπούσαν τη λευκή ζύμη, συνέχισε ήρεμα. «Είναι καλό παιδί και η Θεία Πρόνοια θα το βοηθήσει. Πρέπει να προσέξουμε όμως μην το πιάσουν οι πυρετοί της μαλάριας.

Έτσι κουβέντιαζαν οι διο. Κι' ο Αίας πια στο πλοίο 101 δεν έστεκε, τι οι κονταριές τον έσφιγγαν των Τρώων. Του Δία τον νικούσε ο νους κι' οι τόσοι αντάμα Τρώες βαρώντας· κι' έβγαζε φριχτή τριγύρω στα μηλίγγια, σαν το χτυπούσαν, ταραχή τ' αστραφτερό του κράνος, 105 γιατί όλο στα καλόφτιαστα στεφάνια το βαρούσαν.

Είπε και ρήχνει, μα χωρίς σκοπό ναν τον βαρέσει. Και τ' όπλου η μύτη πέρασε δεξά απ' τον ώμο απάνου, και μέσα μπήχτηκε στη γης· κι' εκείνος ξαφνιασμένος στέκει, του φόβου πράσινος, παντού ριγοκοπώντας, και μες στο στόμα του άκουγες τα δόντια που χτυπούσαν. 375 Τότες λαχανιασμένοι οι διο τον φτάνουν, και τα χέρια του πιάνουν.

Τραβούσαν πυργαγκώναρα και γκρέμιζαν μπροστήθια, τα προβαλμένα μόχλεβαν στηρίδια, που οι Αργίτες τάστησαν πρώτα μες στη γη για να βαστούν τους πύργους. 260 Αφτά τραβούσαν, κι' όλπιζαν των Αχαιών το κάστρο να σπάσουν· όμως βήμα αφτοί δε σάλεβαν ακόμα, Μον τα μπροστήθια φράζοντας μ' ασπίδες βοϊδοπέτσες χτυπούσαν τον οχτρό από κει καθώς ορμούσε απάνου. 264

Η Ιζόλδη τον ακολούθησε με το μάτι κι' όσο μπορούσε να τον κυττάζη μακρυά, δεν εγύρισε καθόλου το πρόσωπό της. Με την είδησι του συμβιβασμού, μεγάλοι και μικροί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, έτρεξαν αθρόοι έξω από την πόλι να υποδεχτούν την Ιζόλδη. Καταλυπημένοι για την ιστορία του Τριστάνου, χαιρέτιζαν με μεγάλο ενθουσιασμό την επιστροφή της Βασίλισσας. Η καμπάνες χτυπούσαν.

Περπατούσανε απάνω στις λάσπες. Μπροστά ο εκκλησιάρης με το φανάρι, πίσω ο παπάς, με τα Μυστήρια, υψωμένα απάνω απ' το κεφάλι. Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Κλειστά όλα τα παράθυρα. Φωνή δεν ακουγότανε από πουθενά, μόνο πού και πού κάποιες χονδρές σταλαγματιές χτυπούσαν απάνω στα βρεμμένα καλντερίμια. Το φως του φαναριού έπεφτε και γυάλιζε πένθιμα απάνω στα νερά.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν