Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Περπατούσανε απάνω στις λάσπες. Μπροστά ο εκκλησιάρης με το φανάρι, πίσω ο παπάς, με τα Μυστήρια, υψωμένα απάνω απ' το κεφάλι. Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Κλειστά όλα τα παράθυρα. Φωνή δεν ακουγότανε από πουθενά, μόνο πού και πού κάποιες χονδρές σταλαγματιές χτυπούσαν απάνω στα βρεμμένα καλντερίμια. Το φως του φαναριού έπεφτε και γυάλιζε πένθιμα απάνω στα νερά.
Χύμηξε από πίσω αγριεμμένο κι' άρχισε να γαυγίζη άγρια. Ύστερα, σαν να του σβύσθηκε η φωνή στο λάρυγγα, σώπασε μονομιάς, έβαλε την ουρά του κάτω απ' τα σκέλια κ' έφυγε μακρυά. Τ' Άγια Μυστήρια περνούσαν, ψηλά απ' το κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε στα φτερά του ο αέρας. Σε λίγο έφθασε στην εκκλησία. Ο εκκλησιάρης άνοιξε τη θύρα και οι δύο σκιές με το φανάρι μπροστά γλύστρησαν μέσα.
Ο εκκλησιάρης πήρε το φανάρι και τράβηξε μπροστά. Πίσω ο παπάς. Όταν φθάσανε στο σπίτι, ο γέρος ψυχομαχούσε. Πνιγμένες φωνές και κλάματα πετούσαν ολόγυρά του. Ο Παπα-Παρθένης εζύγωσε με φόβο. Το δισκοπότηρο έτρεμε στα χέρια του· μια στιγμή φοβήθηκε να μη το χύση. Αλλοίμονό του. Ο γέρος ήτανε πεσμένος σε βύθος, ανάσαινε βαρειά, ένα ρουχαλητό πνιγμένο γέμιζε την κάμαρη.
Μα δεν είχε ακόμα κατεβή απ’ το βουνάκι και του φώναξε ο Νίκος με τον Ντίνο να σταθή ναρθούν μαζί του. . . Ως που να γυρίσουν, καθήσαν οι γυναίκες στο προαύλιο απάνω σε κάτι παλιές κολώνες μαρμαρένιες, πλαγιασμένες χάμω, απ’ τον παλιό καιρό πούτον ο νάρθηξ όλο κι από τέτοιες, καθώς τους είπε ο εκκλησιάρης.
Ο Αλυφαντής έστριψε το σοκάκι. Ο Παπα-Παρθένης έφτασε στην εκκλησιά, μουρμουρίζοντας· χτύπησε στο κελλί του εκκλησιάρη, τον ξύπνησε κι' ανοίξανε την εκκλησιά. Ο εκκλησιάρης ήτανε μαθημένος από τέτοια ξαφνικά· λαγοκοιμώτανε πάντα. — Και είμαι κι' ανήμπορος, που λες, παιδί μου! Τι να κάνης όμως; Ψυχή ανθρώπου χάνεται! είπε. Μπήκανε στην εκκλησιά.
Ένα αεράκι, που είχε πάρει απ' τη στερηά, του δρόσισε το βρεμμένο κούτελο του, σα βάλσαμο· συνέφερε. — Δεν είσαι καλά, παπά μου, είπε ο εκκλησιάρης, σαν βγήκαν απ' την πόρτα. Η όψι σου είναι σαν το αγιοκέρι. — Σου το είπα, παιδί μου. Ανήμπορος σηκώθηκα κ' ήρθα. Με είχε ταράξει θέρμη αποβραδύς. Σύγκρυο. Ντρεπότανε να φανή λιγόψυχος. — Τι να κάνης, παιδί μου, ξαναείπε. Βαρειά η καλογερική.
Οι ασβεστωμένοι Άγιοι . .Κι ο εκκλησιάρης, ένα γεροντάκι κοντοστούπικο μ' ένα πανωφόρι που τόσερνε στις πλάκες, πράσινο απ’ την παλιοσύνη κι όλο κεριά σαν τον ουρανό με τάστρα, με κάτι ψαρά γενάκια ολόγυρα στο κόκκινο μουτράκι του και γυαλιά σα δάσκαλος κ’ ένα σκουφί μαύρο καλογερικό στο κεφάλι, τις πήρε τις γυναίκες και τις πήγε μέσα στο ιερό και τους έδειξε μια μεγάλη Παναγία στον τοίχο, την «Πλατυτέραν των Ουρανών» με το Χριστό στα χέρια που κύτταζαν κ' οι δυο σοβαρά και μ’ ουράνια γλύκα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν