Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Θαρρώ πως θα το ξέρης δα και θα το καλοξέρης, τ' είσαι γιατρός κι αγαπητός και στις εννιά τις Μούσες. Έτσι περνούσεν εύκολα τον πόνο της καρδιάς του κι ο Κυκλομμάτης ο παληός Πολύφημος εκείνος, όταν με τη Γαλάτεια βρέθηκ' ερωτευμένος τότε που πρωτοχνούδωναν τα πρώτα του γενάκια.
Τι του τρέχει ως τα στερνά του δεν το ξέρει». Μπήκα μέσα στη φυλακή, ένα σκοτεινό κατώγι της Αστυνομίας μ' ένα μικρό παραθυράκι κλεισμένο με σιδερένια κάγκελλα. Ο Γιάννης ο Αγάλλος καθότανε σ' ένα ξύλινο σκαμνί, σε μια γωνιά, και τραβούσε ήσυχα το τσιμπούκι του, σαν να μην είχε γίνει τίποτε. Το ροδοκόκκινο πρόσωπό του, με τα λίγα ψαρά γενάκια, ήτανε φρέσκο-φρέσκο και πρόσχαρο.
Θυμόταν το γιατρό με τα γυαλάκια του, με τα γενάκια τα ξανθά, γυαλιστερά και μοσχομυρισμένα από πουμάδες και κομμένα κάτω στα ίσα, ολόγυρα στο πλατύ άσπρο πρόσωπο με τα ροδοκόκκινα μαγουλάκια. Τι σαχλός που ήτον! Κ’ έκανε και το νόστιμο· κι όλο γελούσε για να φαίνονται τα δόντια του· κι όλο ακκουμπούσε στο μπαστούνι του με την ασημένια γοργόνα για να δείχνη τα παχουλά του τα χέρια.
Με τις βρύχωρες τις βρακούλες του· με τα ξεγυμνωμένα πάνω ως το γόνα, στραγκημένα, ξεραγκιανά καλαμόπουδά του· με το σουλουπιάρικο, τόσο δα, κατάξαρο, σουφρωμένο προσωπάκι του· με τα ψαρά γενάκια του, μαδημένα σαν του τσόλου τα φτερούγια, σπαρμένα δώθε κείθε στο αλατοψημένο το πετσί του, πάνω στάσαρκα ριζάφτια του κολλημένα· με δυο ματάκια, ρουφημένα μέσα, γουβωμένα, μικρούτσικα κ' έξυπνα, σπίθες στο γιαλό, γεμάτα αγάπη και χαρά, γεμάτα καλοσύνη και γλύκα.
Όμως τον λέγουν, καθώς νομίζω, Μέλητον . Είναι δε από τον δήμον Πιτθόν , αν έρχεται εις την ενθύμησίν σου κανένας Μέλητος Πιτθεύς, ένας νέος με μακράν και λείαν κόμην, με ολίγα γενάκια και με μύτην γερακωτήν. Ευθύφρων. Δεν ενθυμούμαι τέτοιον νέον, ω Σώκρατες, αλλ' ειπέ μου ακριβώς ποία είναι η καταγγελία, οπού σου έκαμε; Σωκράτης.
Κ' έλεγε τα λόγια του τόσο μετρημένα, τόσο απαλά και με αρμονία τόση, που επίστεψα πως ήθελε να γλυκονανουρίση και να πείση όχι εμένα αλλά τον ίδιον εαυτό του. Το μελαχροινό πρόσωπο, τα μεγάλα θαλασσά μάτια του, τα γενάκια του τα καστανά και τα σγουρά μαλλιά του έδιναν τόση σοβαρότητα και ειλικρίνεια στα λόγια του που μ' έπιανε σεβασμός. Δεν ετολμούσα να τον αντισκόψω.
Κοντός, κυφός, με φορέματα χονδρά από σκουτίον, με ένα καλογηρικόν καστανόχρουν σκούφον μέχρι των οφθαλμών, με τα δακρυσμένα πάντοτε μάτια του και τα κοντά ψαρά γενάκια του, με ένα ταγαράκι εις τον ώμον του όπου είχε το ψωμί του, και με το Κύριε Ιησού Χριστέ εις τον νουν, σαν καλόγηρος — ψυχή του, καρδιά του, να ξενυκτίση όπου φήμη φαντάσματος, όπου διάδοσις ονείρου και οπτασίας, διά να ημπορή μεθαύριον να παρέχη λεπτομερείς πληροφορίας εις τους νησιώτας, εις τας γυναίκας και τους αργούς.
Οι ασβεστωμένοι Άγιοι . .Κι ο εκκλησιάρης, ένα γεροντάκι κοντοστούπικο μ' ένα πανωφόρι που τόσερνε στις πλάκες, πράσινο απ’ την παλιοσύνη κι όλο κεριά σαν τον ουρανό με τάστρα, με κάτι ψαρά γενάκια ολόγυρα στο κόκκινο μουτράκι του και γυαλιά σα δάσκαλος κ’ ένα σκουφί μαύρο καλογερικό στο κεφάλι, τις πήρε τις γυναίκες και τις πήγε μέσα στο ιερό και τους έδειξε μια μεγάλη Παναγία στον τοίχο, την «Πλατυτέραν των Ουρανών» με το Χριστό στα χέρια που κύτταζαν κ' οι δυο σοβαρά και μ’ ουράνια γλύκα.
Ωσάν τουλούπαις χιόνι τα γενάκια, ωσάν σκουλί λινάρι τα μαλλάκια· εχάθη από τον κόσμον τούτον, πάει, και χαμένα το δάκρυ μας κυλάει· την ψυχήν του ο Θεός να συγχωράη. ΛΑΕΡΤΗΣ Το βλέπεις; Ω Θεέ! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Λαέρτη, αν δεν μου δώσης εις τον πόνον σου μέρος, μ' αδικείς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν