United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


ίδιο μέρος, όπου ακκουμπούσε πριν η Έλσα το δικό της. Έτσι περάσανε δυο τρεiς ώρες κι ο ήλιος ανέβαινε πάντα ψηλότερα στον καλοκαιρινό ουρανό. Ξύπνησα από ένα αλαφρό σκούντημα της γυναικός μου. — Ξύπνα, είπε. Ο Σβεν πεθαίνει τώρα. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί μέσα.

Μου ήρθε στο νου εκεί που μια από αυτές τις μέρες καθόμουνα και κρατούσα το χέρι της γυναίκας μου και κείνη ακκουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο μου. — Να είμαι τόσο μακριά από σένα! είπε ένα βράδι. Να είμαι τόσο μακριά! Είμουνα γιατί νόμιζα πως ήθελες να μ' εμποδίσης να πάω να βρω το Σβεν. — Τώρα δεν τα θέλεις πια; είπα. — Όχι, όχι, απάντησε. Τώρα θέλω να μείνω μαζί σου.

Το δεύτερο είταν το τρικέφαλο Χάλκινο φείδι που οι Έλληνες το είχαν αφιερωμένο στους Δελφούς στα 479 π. Χ., σα νίκησαν τους Πέρσους στην Πλαταιά. Ο χρυσός ο Τρίποδας που ακκουμπούσε απάνω στο τρικέφαλο φείδι είτανε χαμένος εξακόσα χρόνια τώρα· η επιγραφή όμως φαίνεται ακόμα χαραγμένη στη βάση. Το τρίτο το στολίδι είταν τετράκοχη μετάλλινη κολώνα, μα όχι τόσο παλαιικό μνημείο αυτή.

Κρητικόπουλο λεβέντικο κι αψηλόλιγνο, με τα χέρια δεμένα πιστάγκωνα και το σκοινί σε καρφί καλά κουμπωμένο, ακκουμπούσε στον τοίχο του χωραφιού ασκούφωτο, φορέματα ξεσκισμένα και χωματιασμένα, στήθια ξετραχηλισμένα, πόδια ξυπόλυτα.

Θυμόταν το γιατρό με τα γυαλάκια του, με τα γενάκια τα ξανθά, γυαλιστερά και μοσχομυρισμένα από πουμάδες και κομμένα κάτω στα ίσα, ολόγυρα στο πλατύ άσπρο πρόσωπο με τα ροδοκόκκινα μαγουλάκια. Τι σαχλός που ήτον! Κ’ έκανε και το νόστιμο· κι όλο γελούσε για να φαίνονται τα δόντια του· κι όλο ακκουμπούσε στο μπαστούνι του με την ασημένια γοργόνα για να δείχνη τα παχουλά του τα χέρια.

Της είπα τι φόβο είχα να ξαναγυρίσω εκεί και ναρχίσω την καθημερινή εργασία τώρα που ήξερα πως η κρυστάλλινη φωνή του δε θα με προσδεχότανε και δε θα κρυβότανε ο μικρός να με περιμένη να γυρίσω. Όλα αυτά της τα είπα κ' αιστάνθηκα πόσο ησυχότερη έγινε κει που ακκουμπούσε στο στήθος μου. Είμουνα ευτυχισμένος με τη συναίστηση πως μπορούσαμε ακόμα να αιστανόμαστε απαράλλαχτα κ' οι δυο.

Είτανε σα να έλειπε μακριά κ' έβλεπε κει κάτω όλα όσα είταν ωραία και φαιδρά στη γις και τα νοσταλγούσε κ' αιστανότανε πως δεν είτανε πια γι' αυτόν. Ακκουμπούσε μόνο το κεφάλι του στον ώμο του μπαμπά. Κ' έπειτα τονέ φέρανε πάλι μέσα στο κρεββάτι του. Η μαμά τον ξάπλωσε κει και του έσιαξε τα μαξιλάρια. — Δεν είταν ωραία, Σβεν; — Ω ναι, μόνο πως δεν μπορούσα ακόμα. Μα γλήγορα θα γίνω πάλι καλά.

Πόσο κάθησα έτσι εκεί, δεν το θυμούμαι, θυμούμαι μόνο πως νύχτωσε και πως τρόμαξα όταν ένοιωσα πως η γυναίκα μου είτανε γονατιστή μπροστά μου κι ακκουμπούσε το κεφάλι της στα χέρι μου. Είχε ρθει τόσο σιγά, ώστε δεν την άκουσα κ' η φωνή της είχε τόσο ήσυχο τόνο, όταν είπε: — θέλω να ζήσω για σένα, Γιώργο, για το Σβεν και τα μεγάλα αγόρια μας.

Φαινότανε τόσο γερασμένη, που έμοιαζε σα να βγήκε από κάποιο παραμύθι, ακκουμπούσε σ' ένα ραβδί και τα σουρωμένο πρόσωπό της ζάρωνε ακόμα περσότερο από τον πόνο, όταν κινούσε το αρθριτικό κορμί της. — Αλλοιώς το αφήσανε κι αλλοιώς το βρίσκουνε ταφεντικά..., είπε η γερόντισσα.

Κάθε μέρα γινόταν πιο αδύνατη, πιο μυτερή στο πρόσωπο. Κάθε φορά που ήθελ' ανεβή τα λίγα πέτρινα σκαλοπάτια απ' την κουζίνα, που ήτονε στο υπόγειο, ως τη χωματένια την αυλή, σταματούσε κι ακκουμπούσε και τα δυο της τα χέρια στα γόνατα, για να πάρη ανάσα· η μύτη της κέρωνε και τα ρουθούνιά της ανοιγοκλείνανε σαν τις φτερούγες μιας άσπρης πεταλούδας.