United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έπλασε το δικό του κόσμο έξω στο νησί, Όταν η θαλασσοταραχή έβραζε κι ο άνεμος βογγούσε, έστεκε στο παράθυρο και κοίταζε όξω τη θάλασσα, που βούιζε, και μπορούσε να μένη ώρες εκεί. Όταν ο ουρανός είτανε γαλανός κι ο άνεμος φυσούσε στο νησί ψυχρός και σιγανός, κατέβαινε μόνος στο αγιάλι, ψάρευε θαλασσινά άστρα και μάθαινε να παίζη με βαρκούλες.

Η Ξενειτειά του παιδιού είναι βαρύτερη· γιατί κι' ο πόνος είναι βαθύτερος και πλατύτερος, και το κορμί αδυνατώτερο ... από τα γεράματα: Και κουνιώντας το κεφάλι ξακολούθησε: Ωχ! λελέ μ'! Αλλωνών μαννάδων τα παιδιά πάνε κι' έρχονται, και μόνο το δικό μου, που το λεν όλοι προκομμένο στα γράμματα και στους λογαριασμούς, δε βρίσκει δρόμο να φανή!.. Δεν είταν να μην είχε όλες αυτές τες χάρες, και να πάη και νάρχεται κάθε τρία χρόνια; Σ' αυτό εγώ φταίω!

Ο γέρος ο βασιλιάς, προβοδίζοντάς τον, τον φίλησε στο κούτελο και του είπε: — Ο Θεός μαζί σου. Κι' όταν γυρίσης όπως θέλει ο Θεός, με τα γέρικα τα χέρια μου θα βγάλω την κορώνα απ' το κεφάλι μου να τη φορέσω στο δικό σου. Γιατί έτσι μου τη φόρεσε κ' εμένανε ο πατέρας μου. ...Δυο χρόνια πολεμούσε το βασιλόπουλο και δυο χρόνια οι μαντατοφόροι του πολέμου φέρνανε τα μαντάτα της παλικαριάς του.

Μη σ' εύρω, γέροντα, εγώτα βαθουλά καράβια, Ή να αργήσης τώρ' αυτού, ή ύστερ' πάλε να 'ρθης· Και του Θεού δεν σ' ωφελήσ' το στέμμα και το σκήπτρον Αυτήν εγώ δεν απολνώ, πριν την ερθή το γήρας, 'Σ το Άργος, εις το σπήτι μου, μακριά 'πό την πατρίδα, Έχοντας έργον το πανί, και το δικό μου στρώμα. Μόν' φύγε· μη με σύγχιζε, γερός για να πηγαίνης.

Μα και το δικό σου είν' άγριο. — Ποιος σου το είπε; Δεν το βλέπεις τι ήμερα που περπατάει; — Ναι, μα 'κει που ξαφνίστηκε, με την καμπάνα... στο μοναστήρι κάτου; — Μα εκεί ξαφνίστηκε. — Καϋμένε, τώρα σε συλλογίζομαι τι θα πάθαινες αν σ' έσερνε μαζή του σ' εκείνον τον κατήφορο. — Δε θα χτύπαγα, ήταν χορτάρια. Κ' εγέλασα. Εχαμογέλασε κι αυτή.

Έπειτα, τι να σας πω; Αν είμουν ποιητής, θα με κολάκεβε με το παραπάνω, αν μπορούσε κι ο μάγεράς μου να ξέρη τους στίχους μου απ' όξω. Δεν πρέπει ένας φρόνιμος άθρωπος να δίνη προσοχή σε τέτοιους χωρατάδες, μάλιστα μέσα σ' ένα σοφό Συνέδριο σαν το δικό σας. Όλα με τον καιρό μεταμορφώνουνται κ' η γλώσσα του μάγερα καταντά γλώσσα του Πλάτωνα ή του Σοφοκλή.

Δεν είν' το δάσος πούξερε, το δάσος το δικό του. Καββάλλα πάλι ρίχνεται, πάλι χτυπάει το μαύρο, Κι' όσο απ' το δάσος να ξεβγή, να βρη το μονοπάτι, Πήρε το γλυκοχάραγμα, κ' εξέπεσε η χιονούρα. Άγνωστος τόπος άξαφνα ξαπλώνεται μπροστά του, Βουνά με δάση, ποταμιαίς βαθειαίς και 'λίγος κάμπος. Άσπρο το χιόνι εσκέπαζεν όλον αυτόν τον τόπο, Κι' ανάμεσ' απ' ταις ποταμιαίς, απ' τα βουνά, απ' τον κάμπο.

Ο σκύλος πήγαινε πάντα κοντά του κι όταν πλησίαζε κανένας ξένος, παρακολουθούσε το φέρσιμό του με δύσπιστα μάτια, έτοιμος να μπη στη μέση, αν το απαιτούσε η περίσταση. Ο Σβεν κι ο σκύλος τραβούσαν κιόλα το δικό τους δρόμο και συχνά σηκώνανε το σπίτι σ' ένα πόδι, όταν δεν μπορούσε να τους βρη κανείς.

Τα πρόσωπά τους πλησίασαν, το δικό του είχε μιαν αρσενικιά μυρωδιά από ιδρώτα, από επιδερμίδα καμένη από τον ήλιο, από κρασί και ταμπάκο, το δικό της ένα άρωμα κλεισούρας, λεβάντας και δακρύων. «Νοέμι», είπε δειλά κα με τρόπο τραχύ, βγάζοντας το καπέλο και ξαναφορώντας το, «εάν με χρειάζεστε να μου το πείτε. Τι έγινε

Του μαστρο-Κολλητή το γιο θανάτωσε ο Μηριόνης, το Φέρεκλο, που κάτεχε να φτιάνει με τα χέρια 60 κάθε λογής ψιλοδουλιά, τι η Αθηνά περίσσα τον αγαπούσε., που κι' αφτά μαστόρεψε τα πλοία του Πάρη τα πρωτόκακα, που σ' όλους τους Τρώες και στο δικό του φέρανε κεφάλι τόσες πίκρες· τι των θεώνε τα γραφτά δεν τάχε σκολιασμένα.