Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Έλα δω, μωρή χαμένη! είπε η γριά στη Μαριανθούλα με τρυφεράδα άρρητη. Μη φοβάσαι, κυρά μου, δεν πεθαίνω εγώ πριν έρθ' ο πατέρας σ', ή πριν παντρέψω εσένα! θα ζήσω ως τότε, κι' ύστερα ας παρουσιαστή ο άγγελος του Κυρίου. Πιστεύω να βρη δρόμο κι' ο πατέρας σ' και να μην πάω με την καρδιά καμένη!

Μα δεν ακούς τι είπε η θεά, η κρουσταλλόκορφη Ήρα, 130 που τώρα μόλις έφτασε στον Έλυμπο απ' του Δία; Ή θες κι' εσύ κακά πολλά να πάθεις, να γυρίσεις άναβλα εδώ στον Έλυμπο με την καρδιά καμένη, κι' εμάς των άλλων συφορές να βάλεις στο κεφάλι; Τι ίσια τους λιονταρόψυχους Αργίτες και τους Τρώες 135 θ' αφίσει, και θα τρέξει εδώ σ' εμάς να ξεθυμάνει, κι' όλους θ' αρπάξει στη σειρά, σφάλλεις ξεσφάλλεις όλους.

Η Άγια Ειρήνη είναι κλειστή και ποτέ δεν την ανοίγουν για τους ξένους οι Τούρκοι, που την έχουν κάμει τζαμί· ο τρούλλος της όμως φαίνεται καλά απ' έξω. Περίεργη είναι η ανάγκη του προσκυνήματος. Μόνο να πάγω ως στο μέρος που με συγκινεί, μόνο αυτό με φτάνει. Αλλού είναι κάτι αρχαιότερα πράματα· η στήλη του Θεοδοσίου, και σ' άλλη μεριά η καμένη στήλη.

Ύστερ' από την κουβέντα, βλέπεις την μητέρα και κόφτει το πιο καλό, το πιο μεγάλο πεπόνι. — Αμ' δεν παίρνεις κάνα πωρικό από τον κήπο μας, θειε; — Ευχαριστώ, κυρά, δεν έχω τόπο να το βάλω. — Δεν πειράζει, θειε. το καθαρίζω και το τρώγεις. — Ευχαριστώ, κυρά, με κρατεί κοιλόπονος. — Έλα να χαρής, κάμε μου την χάρι. Γιατί, διες, έχω παιδί στην ξενητιά, κ' έχω καρδιά καμένη.

Τα πρόσωπά τους πλησίασαν, το δικό του είχε μιαν αρσενικιά μυρωδιά από ιδρώτα, από επιδερμίδα καμένη από τον ήλιο, από κρασί και ταμπάκο, το δικό της ένα άρωμα κλεισούρας, λεβάντας και δακρύων. «Νοέμι», είπε δειλά κα με τρόπο τραχύ, βγάζοντας το καπέλο και ξαναφορώντας το, «εάν με χρειάζεστε να μου το πείτε. Τι έγινε

Η γριά όμως, σκρυμπιασμένη από τα χρόνια, καμένη από το Χάρο, γιατί είχε θάψει τόσους και μαζή με τους πολλούς και τη μονάκριβή της νύφητη μάνα της Μαριανθούλας, — φαρμακωμένη από την ξενιτειά του μοναχογυιού της, που τον πρόσμενε, μέρα με την μέρα, έλεγε στην άταχτη και ζωηρή Μαριανθούλα με ξαστενεμένη φωνή: Μη, Μαριανθούλα μου, κάνη'ς ζούρλιες και δεν έρχεται ο πατέρας σου από την Ξενιτειά!

Κατάλαβες, φίλε μου, αν και χωρατέβω μαζί σου και γελώ, αν και σου γράφω πως αγαπώ το καλοκαίρι, γιατί μου θυμίζει τα χρόνια τα παλιά, ή πως μου αρέσουν ακόμη τα λουλούδια, γιατί μου θυμίζουν τη μυρωδιά της, κατάλαβες πως τέτοια χαρά, χαρά δεν είναι και πως χάθηκε, πως πάει η ζωή μου. Σε βεβαιώνω πως δεν μπορούσα να μείνω, αν και το τραβούσε η καμένη μου η καρδιά. Δε γίνουνταν αλλιώς.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν