United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ταλαίπωρος μοναχός, φορτώσας επί οναρίου την γυναίκα του και τέσσαρας μαύρους σαξωνικούς άρτους, ήρξατο της νέας οδοιπορίας, σύρων το ζώον εκ του χαλινού και μετά δακρύων ενθυμούμενος τας αναπαύσεις της πατρώας καλύβης.

Επί τέλους κατέβαλε φευ! την πανδαμάτειραν ο πανδαμάτωρ, μεταβαλών εις το οικτρόν εκείνο άθροισμα ρυτίδων, προκομίων, επιχρισμάτων, μωρών αξιώσεων και αλλοκότων μορφασμών, το πριν είδωλον της Ιταλίας, εις αντικείμενον γέλωτος την παραίτιον τοσούτων δακρύων!

Τα πρόσωπά τους πλησίασαν, το δικό του είχε μιαν αρσενικιά μυρωδιά από ιδρώτα, από επιδερμίδα καμένη από τον ήλιο, από κρασί και ταμπάκο, το δικό της ένα άρωμα κλεισούρας, λεβάντας και δακρύων. «Νοέμι», είπε δειλά κα με τρόπο τραχύ, βγάζοντας το καπέλο και ξαναφορώντας το, «εάν με χρειάζεστε να μου το πείτε. Τι έγινε

Τι να της πης; — Αλλά τέτοια που είνε... είπεν ο Μάχτος έτοιμος να κλαύση. — Τι έχεις, μικρέ μου; — Τίποτε, είπεν ο Μάχτος συσταλείς. — Έπαθες τίποτε; — Όχι. — Τι την θέλεις την Αϊμάν; — Την ήθελα κάτι. — Τι την ήθελες; — Ήθελα να της ειπώ πράγματα... — Τι πράγματα; — Να την κάμω να έχη προσοχήν. — Διά τι πράγμα; — Διά το καλόν της, είπεν ο Μάχτος, και δεύτερον ρεύμα δακρύων τω επήλθε.

Και αφού εκείνη συνήλθε, την εκύτταξε συμπαθώς με την κατάμαυρον μανδήλαν, με τα ωραία ξέπλεγα μαλλιά και με τους βουρκωμένους εκ των δακρύων οφθαλμούς και φρικίασιν αισθανθείς έπεσεν εις τους κόλπους της θρηνών και αυτός. Η σκηνή ήτο εξόχως δραματική.

Το δε πλήθος και η κακοήθεια των ακρίδων καθίστα τον κατ' αυτών αφορισμόν φοβεράν και επίσημον τελετήν, εις ην έσπευδον να παρευρεθώσι πάντες της Ρώμης και των περιχώρων οι ευσεβείς χριστιανοί. Ενώ οι αυλικοί συνωθούντο ευέλπιδες και θορυβώδεις εις τας στοάς και τους διαδρόμους του Βατικανού, η Ιωάννα απεχαιρέτα μετά δακρύων τον εραστήν της.

Ο πόλεμος του κόσμου ας μου φωνάζη «ξύπνα και τρέχα όπου πλούτος κι' όπου λιμός πολύς, εις εορτάς γελώτων και εις δακρύων δείπνα με κλάδον κυπαρίσσου, με κλήμα σταφυλήςΌταν σε ρυτιδώση του γήρατος το νέφος, όταν δεν θα χωνεύης ευκόλως τα καρότα, θα λαχταράς να είσαι μιας ημέρας βρέφος και να θρηνής ακόμη 'στά σπάργανα τα πρώτα.

Ούδ' έπαυον αι ολολυγαί της τρισαθλίας μητρός! Η θύελλα του κοπετού προέβαινεν αεννάως, οι δε στεναγμοί συνοδευόμενοι υπό οδυρμών και ραγδαίων δακρύων τηλικαύτην είχον λάβει επίτασιν, ώστε δεν εδυνάμην πλέον ούτε του μέτρου την αρμονίαν ούτε των ιδεών την συνάφειαν να παρακολουθήσω.

Εθρήνει εκείνον τον οποίον ασμένως κατέστρεφε· πίστευσε δε εις την ειλικρίνειαν των δακρύων του, όταν και εμέ ίδης κλαίοντα. ΚΑΙΣΑΡ. Όχι, φιλτάτη Οκταβία· θα λαμβάνης πάντοτε ειδήσεις παρ' εμού· δεν θα εξαλείψη ο χρόνος την ανάμνησίν σου. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ελθέ, Καίσαρ· θα διαγωνισθώμεν εις τον προς αυτήν έρωτα. Ιδού σε εναγκαλίζομαι και σε αφήνω υπό την σκέπην των θεών. ΚΑΙΣΑΡ. Χαίρε. Ευτύχει!

Και καθημερινώς επήγαινεν αυξάνοντας και των δύο μας η ευχαρίστησις και η αγάπη, και τέλος πάντων εζούσαμεν με μίαν τελείαν ομόνοιαν, οπόταν αιφνιδίως εκείνος ο ίδιος, που εστάθη ο αίτιος της ευτυχίας μου, μας αναποδογύρισεν όλες μας τες ηδονές, και εκατάντησε την ευτυχίαν μας εις κατάστασιν αξίαν δακρύων και ευσπλαχνίας, ως θέλετε τον ακούσει.