United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί ο Μιχαήλος, σαν ήλθε στον εαυτό του, έπεσε κατόπι στον Κιαμήλη, μήπως και τον φθάση, μα δεν ημπόρεσε. Και ήλθε πίσου να μας ειπή τι συνέβη, κ' εβγήκε πάλε, μήπως και τον εύρη πουθενά κοντά στην θάλασσα... Θεός να φυλάγη το παιδί μου από την θάλασσα! Και αναστέναξεν η γραία και έδωκεν ελευθερίαν εις τους χειμάρρους των δακρύων της!

Αλλ' αύτη τον εκράτει με όλην την δύναμίν της. — Πατέρα, έκραξε μετά δακρύων, πατέρα! — Τι έχεις, κόρη μου; Η μικρά ήρχισε να ολολύζη. — Πατέρα, μη με φονεύης, έλεγε μετά λυγμών. Ο άνθρωπος εκείνος εφάνη ότι συνεκινήθη· αλλ' όμως κατέπνιξε το αίσθημα τούτο και απήντησεν·Όχι κόρη μου, υπάρχει αθανασία! Και προσεπάθησε πάλιν ν' απαλλάξη τον τράχηλόν του από της περισφίγξεως των μικρών βραχιόνων.

Μετά δίωρον ανάβασιν επάτησαν τέλος πάντων οι τρεις προσκυνηταί επί δένδροφύτου Οροπεδίου, εις ου το κέντρον ηνοίγετο το σκιερόν σπήλαιον, όπου η ξανθή θυγάτηρ της Γεννησαρέθ έκλαυσεν επί τριάκοντα έτη τας αμαρτίας της. Εν μέσω του σπηλαίου τούτου εφαίνετο λάκκος σκαφείς εις τον βράχον υπό των δακρύων της Αγίας, ευθύς μεταμορφουμένων εις μαργαρίτας, ους διένεμεν η ερημίτις εις τους πτωχούς.

Πελώριον κύμα έπληξε τους οφθαλμούς αυτού, και επήνεγκε πνιγμόν εις τον λάρυγγα αυτού. Το σώμα του ήσπαιρεν. Ολίγου δειν επνίγετο. Ο τρομερός εκείνος κτύπος τον αφύπνισεν. Ησθάνθη ότι ήτο όλος βεβρεγμένος, και ήτο πραγματικώς. Αλλ' η υγρότης αύτη προήλθεν εκ του ιδρώτος της αγωνίας, και ο πνιγμός εκ των δακρύων της θλίψεως και των λυγμών, οίτινες διέσειον το στέρνον αυτού.

Πολλάκις δε, ως βεβαιόνει ο Πλούταρχος, εκ της Τροιζήνος και της Αιγίνης, όπου έζη εξόριστος, έστρεφε τους οφθαλμούς πλήρεις δακρύων προς την καταδικάσασαν αυτόν πατρίδα. Ενώ διήρκει η εξορία του, έφθασεν εις τας Αθήνας η είδησις του θανάτου του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Μαγδαληνή, που έσκυψες 'στού κόσμου τον σωτήρα, κι' ενώπιόν μου σκύψε, και με δακρύων ποταμούς και μ' αλαβάστρων μύρα κι' εμού τους πόδας νίψε. Εμπρός, προβαίνετε και σεις, που το παραγλεντίσατε με τας παραλυσίας, αλλ' όταν τα γεράματα σας 'πήραν εζητήσατε τον στέφανον οσίας.

Όλος ο στρατός, έμπλεος δακρύων και αμηχανίας, εμακρύνετο δυσκόλως, μολονότι απεμακρύνετο από γην πολεμίαν, όπου είχεν υποστή τα πάνδεινα, και διέβλεπεν εις την σκοτίαν του μέλλοντος πολύ δεινότερα παθήματα.

Ποδαλγός, πονών, ήτο εξηπλωμένος επί του ξηρού εκείνου μενδερίου, εγγύς ημισβόστου εστίας, χωρίς όρεξιν καπνίζων το τσιμπούκι του, ότε εισήλθεν η γραία μήτηρ της νύμφης του. — Δεν 'νομάζεις Θεό, καπετάν-Μαμμή; Επανέλαβε μετά δακρύων η γραία τρέμουσα από οργήν. — Καλά που σ' έφερεν η τύχη μου μέσατα χέρια μου! Εκραύγασεν αίφνης ο καπετάν-Μαμμής.

Είπε κ' εκάθισεν αυτός• τον ένδοξον πατέρα αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους• και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. 215 κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία, αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους• τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν. και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, 220 αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του• «Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε, εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες».

Αλλ' ο Βινίκιος διέκρινε την Λίγειαν πλαγιασμένην παρά τον τοίχον επί τινος μανδύου και χωρίς να είπη λέξιν, εγονάτισε πλησίον της. Ο Ούρσος τον ανεγνώρισε τότε και είπε: — Ευλογημένον το όνομα του Χριστού! Αλλά μη την εξυπνάς, αυθέντα. Ο Βινίκιος την εθεώρει δακρύων και συγκεκινημένος.