United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η μόνη δυσκολία συνίσταται ενταύθα εις το να εννοηθή, διατί ο Ιησούς να επιτρέψη τον πνιγμόν των ζώων εκείνων. Η δε πιθανωτέρα εξήγησις των αρχαίων πατέρων της εκκλησίας είνε ότι ηθέλησε να δείξη ότι ηδύνατο και εγνώσμιον ζημίαν να κάμη εις τους ανθρώπους τους αμαρτωλούς, μη ανεχθείς δε να βλάψη λογικόν πλάσμα, απέδειξε την δύναμιν ταύτην εις τους πνιγέντας χοίρους και εις την ξηρανθείσαν συκήν .

Και ο μεν Γεμιστός έφυγε διά νυκτός από την Ρόδον και εγλύτωσε προς καιρόν από την δικαίαν παίδευσιν, όμως δεν ηδύνατο να σωθή και από την αιώνιον κόλασιν. Και πηγαινάμενος εις την Σπάρτην εκατοίκησεν εκεί, διδάσκοντας εις τους οπαδούς του τα ασεβή δόγματα. Αλλ' ο πονηρός Σατάν εβοήθησε το πλάσμα του, και η κόρη εγλύτωσεν από τον πνιγμόν.

Εγνώσθη μόνον ότι εβυθίσθη κ' επνίγη με την ιδίαν γολέτταν του, με την οποίαν εταξείδευε κατ' έτος τα ίδια κρασιά του και όσα άλλα ηγόραζεν από γείτονας. Είχε φορτώσει τα κρασιά της άλλης χρονιάς, κατόπιν εκείνων τα οποία επέπρωτο να γίνωσι πλημμύρα σπονδών εις την αυλήν της οικίας και εις τον δρόμον, μετά τον πνιγμόν της πρώτης γυναικός του. Ω! τα μοιραία εκείνα κρασιά των ατυχών αμπέλων!

Και τούτο μακράν πάσης ανθρωπίνης αρωγής, εν τω σκότει της νυκτός, εν τη ερημία εκείνη, επί του ύψους του μεμονωμένου βράχου, υπέρ τον πίπτοντα καταρράκτην, όστις αν δεν είχεν αρκετόν βάθος προς πνιγμόν, είχεν όμως αρκετόν ύψος προς κατασύντριψιν ασθενούς πλάσματος. Οι ολολυγμοί της κόρης αντήχουν κατανυκτικοί και σπαραξικάρδιοι. — Πατέρα! μη με φονεύης!...

Πελώριον κύμα έπληξε τους οφθαλμούς αυτού, και επήνεγκε πνιγμόν εις τον λάρυγγα αυτού. Το σώμα του ήσπαιρεν. Ολίγου δειν επνίγετο. Ο τρομερός εκείνος κτύπος τον αφύπνισεν. Ησθάνθη ότι ήτο όλος βεβρεγμένος, και ήτο πραγματικώς. Αλλ' η υγρότης αύτη προήλθεν εκ του ιδρώτος της αγωνίας, και ο πνιγμός εκ των δακρύων της θλίψεως και των λυγμών, οίτινες διέσειον το στέρνον αυτού.

Ο Σκούντας είχεν ίσως τους βραχίονας ισχυροτέρους, αλλ' ήτο απαράσκευος, και ευρέθη εις θέσιν προχείρου αμύνης. Ο δε Τρέκλας ήτο θρασύδειλος και σκληρός, και ησθάνθη ότι οι βραχίονες του ανέλαβαν πρόσκαιρον νευρικήν δύναμιν. Ο Σκούντας υπέκυψεν εις τον πνιγμόν, και αι χείρες αυτού, αρπάσαντες κατ' αρχάς τον αντίπαλόν του εκ του πώγωνος, ευθύς παρελύθησαν.

— Ο Μάχτος;. . . είπε διστακτικώς η Αϊμά δεικνύουσα τον υπό τον πνιγμόν του Τρέκλα εκπνέοντα. — Δεν είνε ο Μάχτος, είπεν ο άνθρωπος εκείνος. Ποίος σοι τω είπεν; Η Αϊμά ανέπνευσεν. — Υπάγωμεν, Αϊμά, επανέλαβεν ο υψηλός άνθρωπος. Και έσυρε την νέαν μεθ' εαυτού. Αύτη δεν είχεν ουδέ δύναμιν ναντιστή. Άλλως δε αι τοιαύται συγκινήσεις την είχαν νεκρώσει. Εν τούτοις πριν ή κάμη βήμα εδοκίμασε να είπη·

Η σύμπτωσις ότι η γραία εκείνη είχεν ευρεθή δευτεραγωνιστούσα εις τον πνιγμόν των δύο κορασιών του Γιάννη του Περιβολά, εις της Μαμμούς το ρέμμα όπου όλη η υπόθεσις, καίτοι δεν προέκυψαν στοιχεία ενοχής ή και νύξεις προς υποψίαν, είχε το παράδοξον και το αλλόκοτον, και ότι αυτή πάλιν η γραία ευρίσκετο εις την αυλήν του γέροντος Ροσμαή, κατά τας ώρας περίπου ότε επνίγετο εις το φρέαρ η μικρά Ξενούλα, η θυγάτηρ του Προπαντή, παρείχε νύξεις τινάς υποψίας εις τον ειρηνοδίκην, όστις επέσυρε την προσοχήν του Παρέδρου, του «εκπληρούντος τ' αστυνομικά». Και τότε ο πάρεδρος, όστις ως δημόσιος κατήγορος περιωρίζετο μόνον ν' αγορεύη κατά τας συνεδριάσεις των ποινικών, λέγων· «Κατά τσ' μαρτυρίες που είπαν οι μαρτύροι, φαίνεται να έκαμε, ή φαίνεται να μην έκαμε την πράξιν», όλον δε τον άλλον καιρόν δεν ελάμβανεν αφορμήν ν' αναπτύξη την δραστηριότητά του ή να τροχίση την γλώσσάν του, απλώς απήντησεν ότι «αφού έτσι το λέει ο ειρηνοδίκης, έτσι θα είναι, και έτσι μου φαίνεται». Και τότε οι δύο απεφάσισαν ν' ανακρίνωσιν αυστηρότερον την Χαδούλαν, χήραν Ιωάννου Φράγκου, κ' εν ανάγκη να την προσωποκρατήσωσι.