United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επί της κορυφής του ορθού ξύλου θέτει ένα ναυτικόν κούκκον, τον οποίον είχεν αφ' ου χρόνου εταξείδευε με τα ξένα πλοία εις Ιταλίαν και εις τον Αδρίαν. Διά να σταθή οπωσούν ο κούκκος, τον περιδένει ολόγυρα με το κίτρινο ζωνάρι του ως σαρίκι. — Είνε σωστό σκιάζουρο, εψιθύρισεν ο μπάρμπ’-Αλέξης.

Μόλις εβάλαμε τον λύχνο στον λυχνοστάτη κ' εφάγαμε τη λειψόπητα μας άρχισε θρησκευτικές κουβέντες. Ήταν θρήσκος ο αγιοχώματος και τα ιερά βιβλία δεν τ' άφινεν από κοντά του. Αλήθεια όταν εταξείδευε είχε πρόχειρα πότε τα τροπάρια και πότε τις βλαστήμιες. Μα τόρα που έπαψε τον αγώνα της ζωής εφρόντιζε μόνον για τη σωτηρία της ψυχής του.

Από τας κοινάς Συνάξεις της Εκκλησίας δεν έλειπε πάσαν Κυριακήν και κατά τας εορτάς, κοντά εις τους ψάλτας έχων το στασίδι του, προκαλών τον σεβασμόν πάντων. Εις τον Εσπερινόν το Σαββατόβραδον ανεγίνωσκε τον Προοιμιακόν, εις δε την Λειτουργίαν έλεγε το Πιστεύω , ως αν ένας προϊστάμενος των Κληρικών, ως συνηθίζεται εις την Πόλιν. Την αυτήν τάξιν ετήρει και μέσα εις το πλοίον του, όταν εταξείδευε.

Και τέχνην αν είχον διδαχθή, την εγκατέλειπον χάριν της αστάτου ερωμένης, της θαλάσσης. Εν τοσούτω ο πρώτος υιός του μαστρο-Στεφανή δεν έπαυσε ποτέ να είνε και ολίγον βαρελάς αν και τον περισσότερον καιρόν εταξείδευε με τα καράβια. Κατά Ιούλιον ή Αύγουστον ήρχετο πάντοτε, κ' έμενεν επ' ολίγους μήνας βοηθών τον πατέρα του. Εμεγάλωσεν, ενυμφεύθη, κ' έγεινε καλός και φρόνιμος άνθρωπος.

Τόσα χρόνια που εγύριζε στην ξενητειά, κ' εταξείδευε με ξένα καράβια, κατάλαβες, καμμίαν προκοπήν δεν είχεν ιδεί. Παραπάνω από λοστρόμος δεν κατώρθωσε να φθάση. Άλλοι σύντροφοί του, κατάλαβες, απέκτησαν σκούναις και βρίκια, και δυο-τρεις μάλιστα ευρίσκοντο το σήμερον με μπάρκα.

Ο ένας εταξείδευε με τα καράβια, ο άλλος υπηρέτει εις τα βασιλικά. Εκ των θυγατέρων του, άλλη είχεν αποθάνει, άλλη υπανδρεύθη εις τα ξένα, άλλη ευρίσκετο εις ξένον σπίτι.

Και ίνα δε αποφεύγη τας επιπλήξεις της συζύγου του, ήτις πολύ επόθει να γείνη παπαδιά, συνήθως εταξείδευε, σπανίως καταπλέων εις το χωρίον του. Ιδίως δ' απεδήμει κατά τας ημέρας των μεγάλων εορτών, μη αντέχων να βλέπη χρυσοφορεμένους τους ιερείς του χωρίου του. Ούτω και τώρα ο καπετάν-Φαφάνας εταξείδευε, φορτώσας λεμόνια εξ Άνδρου διά Θεσσαλονίκην.

Εγνώσθη μόνον ότι εβυθίσθη κ' επνίγη με την ιδίαν γολέτταν του, με την οποίαν εταξείδευε κατ' έτος τα ίδια κρασιά του και όσα άλλα ηγόραζεν από γείτονας. Είχε φορτώσει τα κρασιά της άλλης χρονιάς, κατόπιν εκείνων τα οποία επέπρωτο να γίνωσι πλημμύρα σπονδών εις την αυλήν της οικίας και εις τον δρόμον, μετά τον πνιγμόν της πρώτης γυναικός του. Ω! τα μοιραία εκείνα κρασιά των ατυχών αμπέλων!

Π. όσον και αν εταξείδευε, δεν είδε κυρίως άλλο τι παρά το άκρον του σιγάρου του. Ήτο λοιπόν περιττή η διαβεβαίωσις του κ. Π. ότι όταν ταξειδεύη δεν ημπορεί να σταθή. Όστις τον έβλεπεν έπρεπε να το συμπεράνη. Αλλά τι ήτο κυρίως το λεχθέν, ότι και αυτός το ίδιο κάμνει, όταν είναι εις την Καλκούτταν, δεν ηδυνήθην να εννοήσω, και δεν επρόφθασα να τον ερωτήσω.

Εταξείδευε σερμαγιά· καπετάνιος και φορτωτής μαζί. Από το νησί στον Πειραιά· από τον Πειραιά στα Δαρδανέλλια· από τα Δαρδανέλλια στα Ροδονήσια· και πάλι πίσω στον Πειραιά· πίσω πάλι στο νησί του. Και δεν είχε άλλον μέσα στο τρεχαντήρι. Αυτός και ο γιος του και ο Ρουφογάλης ένας σκύλος μαλλιαρός, αγριομούτσουνος, μικρός στο ανάστημα, κεραυνός στη φωνή.