United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και του 'πε• 30 «Μωρός δεν ήσουν άλλοτε, Βοηθοίδη Ετεωνέα• τώρα ως μωρόπαιδ' ομιλείς• και δεν θυμάσαι οι δυο μας απ' άλλους πόσα εφάγαμε δώρα φιλοξενίας, ως 'που να γύρουμεν εδώ και ο Δίας να μας δώση τέλος εις τα παθήματα; αλλά τ' άλογα λύσε 35 των ξένων, και άμα μπάσε τους εδώ να γευματίσουν».

Όλη την επίλοιπη βροχή εκεί την εφάγαμε, ολόρθοι 'ςτην πόρτα του κατωγιού, με τον ξάδερφό μου. Ύστερα, σα πήρε ν' ανασταλάζη, φάνηκαν κ' οι αγωγιάτες. Πρόφτακαν αυτοί κ' έπιακαν τα μεγάλα κλαριά του λόγγου.

Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτό συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτό σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτά κλαριά του λόγγου μέσα. Όλη την επίλοιπη βροχή εκεί την εφάγαμε, ολόρθοι 'ςτήν πόρτα του κατωγιού, με τον ξάδερφό μου.

Δεν είμαι, Διάκε, Πανουριάς, νάμαι γυναίκα χήρα Και να με πνίξη το ψωμί που εφάγαμε ’ς τα πλάγια Αν λησμονήσω σήμερα το βάφτισμα, τον όρκο. — Εσύ το Γοργοπόταμο θα πιάσης, Δυοβουνιώτη, Και πολεμώντας τον εχθρό λησμόνησε πως έχεις Κλεισμένο μες τα Γιάννινα το Γεώργο, το παιδί σου. Βλέπε το ρέμμα του νερού, κάμε το ν' αρμυρίση Με δάκρυ της Αρβανιτιάς.

Τώρα κοντά ένας μακρύς και με 'ψηλό καπέλο με χαμογέλοιο με κυττά, κι' όπου με 'δη με χαιρετά, χωρίς εγώ να θέλω. Ποιος νάναι; λέγω, και μ' αυτόν τη μνήμη μου σκοτίζω· και με κυττά και τον κυττώ, και χαιρετά και χαιρετώ, χωρίς να τον γνωρίζω. Μην ήναι μύωψ· σαν κι' εμέ κι' ευρίσκεται σ' απάτη; μην ήμαστε συμμαθηταί; μήπως εφάγαμε ποτέ μαζί ψωμί κι' αλάτι;

Και η γολέτα, λέγεις πλέον μεθυσμένη, έτρεχε καταπάνω του με τα πανιά γεμάτα· ο καπετάνιος με την τσάγκρα στο χέρι· κ' εμείς όλοι με τα μαλλιά ορθά, τα μάτια γουρλωμένα, τα πρόσωπα κατακόκκινα, χερονομώντας και παραμιλώντας που αν μας έβλεπες, βέβαια θα επίστευες πως εφάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν ήταν στα λογικά του!...

Γιατί ποιος ξεύρει αν ήταν για τον καπετάνιο η κουκουβάγια και όχι για κανένα άλλον. Αληθινά ήταν ο καραβοκύρης· αυτός ώριζε, αυτός στο σπίτι του άφησεν άρρωστο· μα ποιος ήταν βέβαιος; Ο καπετάνιος, νομίζεις, εμετάδωσε τη μανία του και ειμπορώ να ειπώ πως αν μας έβλεπες, θα επίστευες πως εφάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν είχε τα λογικά του.

Τότε εσηκώθη μία εκ μέρους όλων και με χαροποιόν πρόσωπον με εχαιρέτησε και πιάνοντάς με από το χέρι με εκάθισεν εις την μέσην αυτών· έπειτα από μία μία ήλθαν όλες και με εχαιρέτησαν και με συνεχάρησαν διά το κατευόδιόν μου εκεί· τότε μου λέγουν· από τώρα και εις το εξής εσύ είσαι ο αυθέντης μας και κριτής μας και ημείς η σκλάβες σου· και εν τω άμα έφεραν νερό ζεστό και μου έπλυναν χείρας και πόδας, με άλλαξαν με λευκά λαμπρά φορέματα, ετοίμασαν ευθύς την τράπεζαν με πολυποίκιλα φαγητά, ποτά εξαίρετα και διάφορα και πλέον εκλεκτά οπωρικά και εκάθισαν όλες εις την τράπεζαν και αφού εφάγαμε και ήπιαμε αρκετά, άρχισαν άλλες να λαλούν διάφορα μουσικά όργανα, άλλες να τραγουδούν συντροφεύοντας τα όργανα, ώστε εσχηματίζετο μία εναρμόνιος συμφωνία και μελωδία και άλλες πάλιν να χορεύουν διαφόρους χορούς· και εν κοντολογία ο σκοπός αυτών όλος ήτον για να μου δώσουν την πλέον εξαίρετον ξεφάντωσιν, που ανθρώπινος νους δεν δύναται να καταλάβη· έπειτα μου εζήτησαν να τους διηγηθώ την ιστορίαν μου, τις ήμουν και πώς κατήντησα εκεί· και εγώ τους διηγήθην όλα μου τα συμβάντα καταλεπτώς· ως τόσον επέρασεν αρκετή ώρα της νυκτός.

Μόλις εβάλαμε τον λύχνο στον λυχνοστάτη κ' εφάγαμε τη λειψόπητα μας άρχισε θρησκευτικές κουβέντες. Ήταν θρήσκος ο αγιοχώματος και τα ιερά βιβλία δεν τ' άφινεν από κοντά του. Αλήθεια όταν εταξείδευε είχε πρόχειρα πότε τα τροπάρια και πότε τις βλαστήμιες. Μα τόρα που έπαψε τον αγώνα της ζωής εφρόντιζε μόνον για τη σωτηρία της ψυχής του.