United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήταν γραμμένο εκεί 'ψηλά, φτωχό, να μη γιορτάσης Φέτος εσύ Χριστούγεννατην εκκλησιά! Να πιάσης Τα μετερίζια πρέπει συ αρματωμένο απόψι Και την πορειά του Ομέρ-πασά τη φοβερή να κόψη Το φλογερό τουφέκι σου, το χώμα σου να σπάση Το κύμα αυτό που ολάκερη βουλιέται να σκεπάση Την έρμη την Ελλάδα μας! Και θε ναρθούνε χρόνια Που θα γιορτάσης με χαρά, με δίχως καταφρόνια Χριστούγεννα κι' Ανάστασι!..

Τι πλούτος, τι πολυτέλεια! Ήξερες από πού να τον πιάσης αυτόν τον φαγά. Αν καλά, καινούριο κοσκινάκι μου και που να σε κρεμάσω. Μ α ρ ί α. Νομίζετε ότι αυτό μπορεί να λεχθή για της γυναίκες. Εγώ, δεν άλλαξα τίποτε από τη ζωή μου. Σας βεβαιώ. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Ώστε ζήτε πάντοτε με τόσην πολυτέλειαν. Μα τότε θα έχετε πολύ μεγάλα έξοδα. Μα θα είμεθα και δύω να εργαζώμεθα και να κερδίζωμεν

«Φίλε, τι έρχεσαι, έτσι λαχανιασμένος, να ζητήσης εδώ μέσα; Θάλεγε κανείς πώς είσαι οδηγός λαγωνικών και τρέχεις κατ' οπίσω τους να τα πιάσης. Μήπως έρχεσαι και συ να ζητήσης δικαιοσύνη για κανένα άδικο που σου κάνανε; Ποιος σ' έδιωξε από το δάσος μου;» Ο δασοφύλακας τον επήρε κατά μέρος, και χαμηλόφωνα του είπε: — «Είδα τη Βασίλισσα και τον Τριστάνο. Κοιμώντανε, και μ' έπιασε φόβος.

ΑΣΤ. Και πώς σε βάρεσε μουρέ; α κάζο πενσάτο; ΚΡΗΣ. Είπα σου το δεν κατέχω ντα μου λες Θιός... Ο Αστυνόμος, ο Ανατολίτης και οι Στρατιώται. ΑΣΤ. Π' ούναι μουρέ εκείνος ο Λιάπης; ΑΝΑΤ. Λιάπη ποιο είναι, σακίν Λιάπη Αρβανίτη είναι εκείνο υρεύεις; — χου — π' ούντο τώρα Αρβανίτη; — αν το πιάσης. ΑΝΑΤ. Ιστέ, ήρτατι τέλεις εμένα; ΑΣΤ. Πινομή σου. ΑΝΑΤ. Τι τα πη πινομή σου. ΑΣΤ. Τ' όνομά σου μουρέ;

Πονηρό θηλυκό κι' αυτή, μπήζει τις φωνές: — Γέρο-κολασμένε, δεν ντρέπεσαι το χρόνια σου, που ήρθες να μου πιάσης το μάγουλο! Τι μ' επήρες εμένα; Σαν αυτές, που ξέρεις; Έβγαλε το πασσούμι της και τον άρχισε στο ξύλο. Πετάχτηκε κ' η γυναίκα του που άκουσε τα λόγια της γειτόνισσας.

Ήθελα, γυιε μου, να σε μάθω και λίγα γράμματα, είπεν εις αυτόν η καλή γραία· αλλ' ας τ' αφήσωμ' αυτά για παραπέρα. Τώρα πρέπει να πιάσης απάνω σου λίγο κρέας, για να μη μου . . . Δεν κατώρθωσε να περάνη την φράσιν της· την έπνιξαν οι λυγμοί, και απεχαιρέτισε τον ανεψιόν, σπογγίζουσα τους καταπεπονημένους εκ των δακρύων οφθαλμούς της.

Μην εκστομίσης ύβριν 'στούς καψοφιλοσόφους κι' έχε τους πότε πότε αγαπητούς συντρόφους, αλλ' ας μην είν' εκείνοι παντοτεινή σου έννοια κι' ούτε μ' αυτούς θα πιάσης τον Πάππ' από τα γένεια. Ποτέ να μη νομίζης τον λόγον σου χρησμόν και κύπτε εις ερεύνας με λογικήν νηφάλιον, κι' απόφευγε του κύκλου τον τετραγωνισμόν και του αεροστάτου το τρομερόν πηδάλιον.

Δεν είμαι, Διάκε, Πανουριάς, νάμαι γυναίκα χήρα Και να με πνίξη το ψωμί που εφάγαμε ’ς τα πλάγια Αν λησμονήσω σήμερα το βάφτισμα, τον όρκο. — Εσύ το Γοργοπόταμο θα πιάσης, Δυοβουνιώτη, Και πολεμώντας τον εχθρό λησμόνησε πως έχεις Κλεισμένο μες τα Γιάννινα το Γεώργο, το παιδί σου. Βλέπε το ρέμμα του νερού, κάμε το ν' αρμυρίση Με δάκρυ της Αρβανιτιάς.

Α! ενθυμούμαι! θα είνε απ' εκείνα, που μας έφερε ταις προάλλαις εις το σχολείον ο Αλέξανδρος. — Σας έφερε εις το σχολείον ο Αλέξανδρος! εφώναξεν έντρομος η μήτηρ μου. Και τα επιάσατε σεις εις τα χέρια σας; Μη παιδί μου! μη, να σε χαρώ! Μην πιάσης ποτέ χαρτιά! Είνε αφανισμός! Είνε κατάρα! Αυτά τα χαρτιά κατήντησαν τον πατέρα του Σοφή εκεί που τον κατήντησαν.

ΑΔΜΗΤΟΣ Τότε, αν θέλης, μόνος σου οδήγησε την μέσα. ΗΡΑΚΛΗΣ Όχι· εγώ στα χέρια σου θα σου την παραδώσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν την αγγίζω. Μόνη της μπορεί να μπη στο σπίτι. ΗΡΑΚΛΗΣ Στο χέρι σου το δεξιό μπορώ να σου την δώσω. ΑΔΜΗΤΟΣ Πολύ με βιάζεις κάτι τι να κάμω που δεν θέλω. ΗΡΑΚΛΗΣ Μην την φοβάσαι. Άπλωσε το χέρι να την πιάσης.