United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκάθισεν επί λίθου αντικρύ το φρουρού και δεν εσάλευεν. Όσον διά τον Σκούνταν, ούτος ίστατο μακρόθεν εις το σκότος και δεν εσκέπτετο να πλησιάση. Ο φρουρός, ιδών την παράδοξον επιμονήν του Μάχτου, επλησίασε και τω είπε·Τι θέλεις; Δεν μου λες; Ο Μάχτος απεπειράθη να λαλήση, αλλά τα δάκρυα έπνιξαν την φωνήν του. Ο στρατιώτης τον ελυπήθη έτι μάλλον.

Από τη στιγμή που χτύπησε η θύρα, και πήγα ν' ανοίξω, δέκα χρόνια μεγάλωσα. Τι κάνω δε νοιώθω. Τι συλλογιέμαι δεν ξέρω. Είνε δεν είνε τρεις ώρες που τονέ βασάνιζε κρύφιος πόνος το νου μου για το φτωχό το παλικάρι που μου πρωτοείπε της αγάπης τα λόγια, κι άξαφνα πέφτει μια μπόρα, καινούριες έννοιες και παραζάλες, που τον έπνιξαν εκείνον τον πόνο σαν πεταλούδα.

Αν είμουν Παναγιά, άλλη δουλειά δε θα είχα παρά να σας γιατρέβω. Θα γιάτρεβα μάλιστα όλο τον κόσμο όλη μέρα. Ο κόσμος ο κακόμοιρος πονεί. Δεν πονεί μόνο δυο φορές το χρόνο. Έχει βάσανα δίχως σκόλη. Δε σας βάρεσαν την ψυχή τα δάκρια που χύνει; Εμένα, η δική μου η ψυχή αναστενάζει και την έπνιξαν τα κλάματα του κόσμου. Αχ! παιδάκια μου, να είμουν Παναγιά, τι καλό θα σας έκαμνα όλους!

Συλληφθείς διά προδοσίας των Βενετών παρεδόθη τοις οθωμανοίς, οίτινες και έπνιξαν αυτόν εν ταις ειρκταίς της Κωνσταντινουπόλεως, ως μετά ταύτα διά χειρών ανόμων επνίγη και ο υιός αυτού Οδυσσεύς εν τη ειρκτή της Αθηναϊκής ακροπόλεως.

Αφού δε επανέστησαν αναφανδόν, έλαβον και τα εξής μέτρα· έκαστος εξελέξατο την γυναίκα την οποίαν επροτίμα περισσότερον από τας άλλας της οικίας, πλην των μητέρων τας οποίας έθεσαν κατά μέρος, έπειτα συνήθροισαν τας λοιπάς και τας έπνιξαν. Είχε λοιπόν έκαστος μίαν γυναίκα διά να κατασκευάζη τα φαγητά του, τας δε λοιπάς έπνιξαν διά να οικονομώσι τας τροφάς.

Και επί τινα μεν χρόνον ετρέφετο εκεί και ο νικητής τον επεριποιείτο κάλλιστα· αλλ' επί τέλους οι Αιγύπτιοι τον εμέμφθησαν ότι αντέβαινεν εις την δικαιοσύνην τρέφων τον ασπονδότατον εχθρόν και εαυτού και εκείνων. Τοις τον παρέδωκε λοιπόν, αυτοί δε τον έπνιξαν και τον έθαψαν εις τα μνημεία των προπατόρων του.

Μα αφτός δεν έχει διο μιαλά, μήτε ποτές του θάχει· για κείνο που μου φαίνεται θαν το χαρεί μια μέρα. Μον έμπα τώρα, αντράδερφε, και πάρε να καθήσεις κοντά μου εδώ, τι σ' έπνιξαν εσένα πρώτα οι κόποι 355 απ' τ' Αλεξάντρου τ' άδικα κι' εμένανε της σκύλας, που μάβρη μοίρα ο ουρανός μάς έχει φυλαγμένα, έτσι που πάντα κι' οι στερνοί να μας θυμάντε αθρώποι

Δεν τα δίνεις, επανέλαβεν η κόρη, για να μην εύρη καμμιά πρόφασι ο γαμβρός; Τώρα πλεια, Θανασάκη, δεν είμαστε για ν' απομείνουμε . . . Τι θα πη ο κόσμος; Αν μου κάμη τίποτε, Θεός να φυλάη, και πη πως δε στεφανώνεται! . . . Κάλλιο έχω να . . . Και δάκρυα έπνιξαν την φωνήν της. Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Στάθης, όστις φαίνεται ότι ήτον απ' έξω, και ίσως είχε τείνει το ους ή τυχαίως ήκουσεν.

Γυναίκες τινες δεν ηδυνήθησαν να κρατήσωσι κραυγάς τρόμου, τας οποίας έπνιξαν αι επευφημίαι του λαού, παύσασαι και αυταί μετ' ολίγον χάριν της επιθυμίας των θεατών όπως ίδωσι τα πάντα.

Στην Ανατολή, δηλαδή στη σκλαβωμένη την Ελλάδα, με την καθαρέβουσα παρηγοριούνται· με την καθαρέβουσα ησυχάζουν· περηφανέβουνται τουλάχιστο με τη γλώσσα. Τι θα την κάμουν, τη δημοτική; Χρήσιμη δεν τους είναι. Ο λαός δεν ανακατώνεται στα πολιτικά ζητήματα, αφού ζητήματα δεν υπάρχουν κι αφού μας έπνιξαν το λαό μας. Άμα φανή ο λαός, θα φανή, κ' η γλώσσα του.