Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Εις την Ιταλίαν έχομεν τον Ηριδανόν και τον Φαέθοντα και τας αιγείρους αδελφάς του θρηνούσας και δακρυούσας ήλεκτρον. Πρέπει δε να γνωρίζη ο χορευτής και την ιστορίαν των Εσπερίδων και τα περί του φρουρού δράκοντος του χρυσού μήλου, τον μόχθον του Άτλαντος και την ιστορίαν του Γηρυόνου με την αρπαγήν των βοών εκ της Ερυθείας.
Κι' ο άσαρκος ο Φόνος ακούει τα ουρλιάσματα του λύκου, του φρουρού του, και ξεκινά, κι' αργοπατεί 'ς το σκότος, με το βήμα που 'πήγαιν' ο Ταρκίνιος 'ς το έργον του... 'σαν φάσμα! — Εσύ ω Γη ακίνητη, γερά θεμελιωμένη, τα βήματά μου μη τ' ακούς εκεί όπου πηγαίνουν, μη τύχη και οι λίθοι σου βαλθούν να φλυαρήσουν και διώξουν έξαφν' απ' εδώ την φρίκην, που αρμόζει ς' αυτής της ώρας τον σκοπόν! — Ενώ τον φοβερίζω εκείνος ζη.
Εκάθισεν επί λίθου αντικρύ το φρουρού και δεν εσάλευεν. Όσον διά τον Σκούνταν, ούτος ίστατο μακρόθεν εις το σκότος και δεν εσκέπτετο να πλησιάση. Ο φρουρός, ιδών την παράδοξον επιμονήν του Μάχτου, επλησίασε και τω είπε· — Τι θέλεις; Δεν μου λες; Ο Μάχτος απεπειράθη να λαλήση, αλλά τα δάκρυα έπνιξαν την φωνήν του. Ο στρατιώτης τον ελυπήθη έτι μάλλον.
Απεπειράθη δις ναναβή εις τον οίκον εκείνον, αλλά δις απεκρούσθη υπό του φυλάττοντος φρουρού, όστις τον εσκόπευσε με το τόξον του και τον ηπείλει ότι ήθελε τον φονεύση. — Σκότωσέ με, έκραξεν ο Μάχτος· τούτο θα είνε το καλλίτερον. — Φεύγ' απ' εδώ, τω έκραξεν οικτείρας αυτόν ο φρουρός. Ο Μάχτος απεφάσισε να μείνη εκεί μέχρι της πρωίας, όπως ίδη, τι έμελλε ναπογείνη.
— Αυτή η γυνή, λέγω, βουλιμιά· πρέπει να ήνε νηστική προ καιρού. Απαντά το Φάσμα γελών: — Όχι· προ μιας μόλις στιγμής περιεφρόνησε πλήρες πινάκιον βασιλικής τραπέζης, διά να γλύψη με όρεξιν την καραβάναν του τελευταίου φρουρού! Λέγω τότε: — Ιδού γυνή εγκληματούσα· αλλά τούτο δεν είνε κανών· βλέπω πολλάς καραβάνας επί της τραπέζης, αλλ' η γλύφουσα αυτάς είνε μία. Δείξε μου και γυναίκα μετανοούσαν.
Αλλ' όταν δεν είχον εργασίαν εν τη κώμη, τότε όλην την ημέραν διήρχοντο εν τη εξοχή μετά της μητρός των, ως αγαθού φρουρού, την δ' εσπέραν θαμπά-θαμπά επανήρχοντο φαιδραί, δροσεραί, με την πλουσίαν ξανθήν κόμην των αόρατον υπό την λευκήν ελαφράν μανδήλαν, πλήρεις αγροτικής ευωδίας και καλλονής ως άνθη του βουνού, τα οποία δρέπει τις εις την κορυφήν αποτόμου πέτρας.
Διά τελευταίαν φοράν διακρίνω το κατακόκκινον φως του σιγάρου του πρωραίου φρουρού, αγρυπνούντος βαρδιάνου, ακινήτου ως ξυλίνου, όστις τυλιγμένος εις το αμπαδένιο καποτάκι του, ως εντός μιας δίπλας της νυκτός, τραγουδεί το τραγουδάκι του, το γλυκύ του νυσταγμού του αντιφάρμακον, όπερ ως νανούρισμα δι' εμέ κομίζει η νυκτία δρόσος προς την αυτοσχέδιον κλίνην μου, υπό την βαρείαν της μπούμας επιστέγασιν: Από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινόν — γιάλα-γιάλα Ήλθε το Μορφάκι, ήλθε το καϋμένο δώδεκα χρονών. . . γιάλα-γιάλα.
Προέβη δε ακουσίως σχεδόν προς το μέρος εκείνο, και δεν ηδυνήθη να μη εισέλθη. Την προτεραίαν είχε μάθει παρά του φρουρού πού είχον μεταφέρει την Αϊμάν, και προς τοις άλλοις σχεδίοις άτινα ανεκύκλου εν τω νω, ήτο και το σχέδιον μιας επιστολής, ην ώφειλεν αντί πάσης θυσίας να πέμψη προς την έγκλειστον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν