United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχει δε ο μόσχος ούτος, ο Άπις καλούμενος, τα ακόλουθα σημεία· μέλας ων επί μεν του μετώπου έχει λευκόν τετράγωνον, επί δε των νώτων το ομοίωμα αυτού, εν δε τη ουρά τρίχας διπλάς, υπό την γλώσσαν δε κάνθαρον. Άμα έφερον οι ιερείς τον Άπιν, ο Καμβύσης, ως εάν κατελήφθη υπό τρέλλας, έσυρε το εγχειρίδιον, και θέλων να πληγώση τον Άπιν εις την κοιλίαν επλήγωσεν αυτόν εις τον μηρόν.

Σήμερον όμως παρουσιάζεσαι ως ρήτωρ και σοφιστής• και αν το μάθουν οι συμπολίται σου, θα νομίζουν, όπως εις την τραγωδίαν, ότι βλέπουν δύο ήλιους και διπλάς Θήβαςκαι όλοι θα λέγουν απορούντες : Εκείνος ο τότε και ο κατόπιν είνε σήμερον ο ρήτωρ και ο σοφιστής; Διά τούτο και συ κάνεις καλά και δεν πηγαίνεις εις την πατρίδα σου, αλλ' είσαι εκούσιος εξόριστος, ενώ η πατρίς σου ούτε κατά τον χειμώνα είνε κακή ως διαμονή, ούτε το θέρος καθ' υπερβολήν θερμή, αλλ' η ωραιοτέρα και μεγαλειτέρα εξ όλων των πόλεων της Φοινίκης• διότι η ανάμνησις του παλαιού σου εκείνου βίου και η συναναστροφή με τους γνωρίζοντας τας τότε περιπετείας σου δεν θα σου είνε καθόλου ευχάριστος.

Τότε το παράθυρον έμεινεν ανοικτόν, και εις τας διπλάς διασταυρουμένας ακτίνας τας διά της θύρας και του παραθύρου, είδε καθαρά την γυναίκα την λεχώ εξαπλωμένην επί της κλίνης της. — Τι τρέχει εδώ; εφώναξεν έκπληκτος ο άνθρωπος. Η λεχώνα εξύπνησε, κ' επρόφερε με ασθενή φωνήν. — Μάνα, εσύ 'σαι; . . . Ήρθες;

Και όστις μεν υπακούση εις τον νόμον δεν θα δοκιμάση τας βλάβας της παραβάσεως αυτού, όστις όμως τον περιφρονήση ας είναι ένοχος εις διπλάς τιμωρίας, μίαν μεν και πρώτην από τους θεούς, δευτέραν δε από τον νόμον. Δηλαδή κανείς ας μη μετακινή αυθαιρέτως τα σύνορα των γειτόνων.

Ανωρθώθην ολίγον και έκυψα σιγά προς τα εμπρός, προσέχων να διαφύγω όσον ήτο δυνατόν το άγριον βλέμμα του διδασκάλου. Είδα δε τον Αλέξανδρον κρατούντα εις χείρας του και δεικνύοντα εις τους γείτονάς του ισομεγέθη χαρτίων τεμάχια με περιέργους τύπους σημείων ερυθρών και μελανών, και με διπλάς εικόνας ανδρών, γυναικών και γερόντων. — Αυτά είνε χαρτιά, που παίζουν, έλεγε σιγά ο Σοφής.

Διά τελευταίαν φοράν διακρίνω το κατακόκκινον φως του σιγάρου του πρωραίου φρουρού, αγρυπνούντος βαρδιάνου, ακινήτου ως ξυλίνου, όστις τυλιγμένος εις το αμπαδένιο καποτάκι του, ως εντός μιας δίπλας της νυκτός, τραγουδεί το τραγουδάκι του, το γλυκύ του νυσταγμού του αντιφάρμακον, όπερ ως νανούρισμα δι' εμέ κομίζει η νυκτία δρόσος προς την αυτοσχέδιον κλίνην μου, υπό την βαρείαν της μπούμας επιστέγασιν: Από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινόνγιάλα-γιάλα Ήλθε το Μορφάκι, ήλθε το καϋμένο δώδεκα χρονών. . . γιάλα-γιάλα.