United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, ένας μ' ένα καποτάκι από πάνω, σαν δέρμα αγριμίου, όπου είχεν ως έργον να ψάλη εις την εκκλησίαν τας καθημερινάς, συλλειτουργών τον ιερέα αντί δεκαλέπτου και τεμαχίου προσφοράςγια τον καφέκαι να κληρώνεται τακτικώς ως ένορκος διά παρακλήσεων, ελθών εκείνας τας ημέρας εξ Αθηνών, κηρυχθείσης της λήξεως του Κακουργοδικείου, διέδιδε με χαράν, ότι ο Λαλεμήτρος, που εγνώριζε φαρσί τα εγγλέζικα, είχε λαμπράν θέσιν εις Αθήνας, υπηρετών ως διερμηνεύς εν τω ξενοδοχείω της Μεγάλης Βρεττανίας.

Κατά δε τα Χριστούγεννα, επανελθών πάλιν εξ Αθηνών, οπού και πάλιν υπηρέτησεν ως ένορκος ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, με το καποτάκι του, τα οποίον ήτο σκληρόν ως δέρμα αγριμίου, εκραύγαζεν ωργισμένος, ένα δειλινόν, από κάτω από τα παράθυρα της Θωμαής, κατηγορών τον Λαλεμήτρον: — Ακούς εκεί!

Αι σπαρακτικαί της γραίας κραυγαί, αι βοαί των κερατοφόρων του τροχιοδρόμου, και αι έκθαμβοι αναφωνήσεις των εν ταις αμάξαις, εχρησίμευσαν ως ισχυρότατα του μπάρμπ'-Αναγνώστη δικαιολογήματα, όστις περιδεής και τρέμων όλος, απωθών πάντοτε προς τα κράσπεδα του κήπου την έμφοβον ήδη Θωμαήν, μέσα εις εκείνον του πλήθους τον άγριον συνωστισμόν, συμμαζευμένος εις το καποτάκι του, ως χελώνη εντός του κελύφους της, εις τον τρόμον εκείνον του πλήθους λαβών αυτός θάρρος, εξηκολούθει να κραυγάζη ακόμη: — Δεν σ' τάλεγα εγώ!

Ο δήμαρχος με την απροσδόκητον αυτήν ιδέαν του θαρρείς και τον εξεσκέπασε τον κυρ-Μανωλάκην, όστις έστιλβεν από κεφαλής μέχρι ποδών εξ ευχαριστήσεως. Από κάτω από το τραχύ εκείνο καποτάκι ήτο και αυτός γεμάτος φιλαρχίαν και φιλοδοξίαν. Ήθελε μόνον ανεξόδως ν' αποκτήση την αρχήν.

Εκραύγασε τότε περιδεής ο μπάρμπ'-Αναγνώστης, ανασηκόνων το καποτάκι του, έτοιμος να εγκαταλείψη την γυναίκα. Πού σ' αφίνουν οι νιουδαίοι να κάμης την δουλειά σου. Πού σ' αφίνουν, κακομοίρα, να πλησιάσης οι αστυφύλακες! Και απώθει αυτήν.

Μα εκείνος, χωρίς να με κυττάξη καν, επροσπέρασε προς τους εγγλέζους. Νά! του κάμνω κ' εγώ με τα χέρια μου, και του γύρισα της πλάταις. Εθύμωσα, θεια- Κυρατσού. Ποιος είνε εκείνος που δεν θυμώνει; Τόση ακαταδεξία πλεια! Και ανασηκόνων τα καποτάκι του, εξηκολούθει: — Εγώ μιλώ με δικηγόρους και δικαστάδες, ως απάνω τρανούς. Εμένα, μου βάζουν μετάνοια οι δικηγόροι, και μετάνοια οι δικασταί.

Δόξα σοι ο Θεός! έλεγεν ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, ανασηκόνων το καποτάκι του, που ήτον σαν δέρμα αγριμίου. Δόξα σοι ο Θεός, που αποχτήσαμε και μεις, τέλος πάντων, ένα πατριώτη μέσατην Αθήνα. Η Θωμαή τα ήκουεν αυτά. Και τα επίστευε μεν διότι με τόσην επιμονήν τα έλεγαν, αλλά και δεν τα επίστευεν διότι γράμμα δεν της έφεραν.

Εκείνους τους μήνας έτυχε πάλιν να έλθη εις Αθήνας ο μπάρμπ'-Αναγνώστης της Περμάχως, κληρωθείς και πάλιν ένορκος, με το καποτάκι του εκείνο το σκληρόν, όπου ήτον ως αγριμίου δέρμα. Η Θωμαή, αναμένουσα την επάνοδον των περιηγητών, τον παρεκάλεσε να μεταβώσι μαζί εις το ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρεττανίας, όπως εξιχνιάσωσιν αλήθειάν τινα.