United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η αδελφή Σιξτίνα ήτο μία εκ των γυναικών εκείνων, αίτινες ομοιάζουσι καθ' όλα με την χελώνην, αν υποθέσωμεν ότι το κολόβιον δύναται προσφυώς να παραβληθή με το καυκίον, όπερ δεν είνε απίθανον. Όλην την ζωήν της είχε προσπαθήσει να μάθη την τέχνην του να κρύπτη τους λογισμούς της, όπως κρύπτει η χελώνη την κεφαλήν και τα κώλα.

Όταν εβγήκεν έξω ο καραβοκύρης τον ερώτησαν οι πραγματευταί πόθεν ήρχετο· αυτός τους διηγήθη, ότι ήρχετο από τα παραθαλάσσια της Βαβυλώνος και εις το αναμεταξύ του ταξειδιού του εσυναπάντησαν ένα νησί, εις το οποίον εβγήκαν οι περισσότεροι πραγματευταί και ναύτες διά να περιηγηθούν· και άναψαν και φωτιάν διά να μαγειρεύσουν· εκείνο το νησί ήτον μία μεγάλη χελώνη, που εκοιμάτο εις την επιφάνειαν της θαλάσσης· και όταν αγροίκησε την φωτιάν, εσείσθη και εβυθίσθη εις την θάλασσαν, και όσοι επρόφθασαν να έμβουν εις το καΐκι εσώθησαν.

Εγώ από κακήν μου τύχην όντας μακράν, δεν το εκατάλαβα παρά εις το τέλος όταν η χελώνη εβυθίσθη, και βοήθειαν από κανένα δεν ήτο δυνατόν να λάβω, αλλ' άρχισα να κολυμβώ εις την θάλασσαν, επάνω σ' ένα ξύλον που κατά τύχην εύρον, το οποίον από κανένα καράβι θα είχε πέσει.

Τίποτε εν τούτοις το άρτιον, το συστηματικόν, το συνθετικόν δεν βλέπει κανείς. Εις τους λόγους των ο Έρως φαίνεται ωσάν να έχασε μέρος από τα πτερά του και είνε ανίκανος να πετάξη εις πολύ μεγάλα ύψη μαζί των. Χελώνη βεβαίως δεν είνε. Αλλ' ούτε αετός.

Τότε ο Ζούμπουρας ο καμαρώτος, αδαής του κινδύνου, περνών απ' εμπρός από τον ωργισμένον γέρω-Μπούμπαν, χωμένος μέσα εις τας πλατείς αμπάδες του, ως χελώνη, τότε του πρωτοείπε, σαν προφήτης το παληόπαιδο: — Καλά Χριστούγεννατης Τρεις Μπούκαις, παππού! Και κύψας υπό τας βαρείας χείρας του γηραιού ναύτου υπεξέφυγεν ως έγχελυς, την οργήν του.

Αι σπαρακτικαί της γραίας κραυγαί, αι βοαί των κερατοφόρων του τροχιοδρόμου, και αι έκθαμβοι αναφωνήσεις των εν ταις αμάξαις, εχρησίμευσαν ως ισχυρότατα του μπάρμπ'-Αναγνώστη δικαιολογήματα, όστις περιδεής και τρέμων όλος, απωθών πάντοτε προς τα κράσπεδα του κήπου την έμφοβον ήδη Θωμαήν, μέσα εις εκείνον του πλήθους τον άγριον συνωστισμόν, συμμαζευμένος εις το καποτάκι του, ως χελώνη εντός του κελύφους της, εις τον τρόμον εκείνον του πλήθους λαβών αυτός θάρρος, εξηκολούθει να κραυγάζη ακόμη: — Δεν σ' τάλεγα εγώ!