United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ολοένα κι ο ουρανός απάνω, χωμένος μες τη χειμωνιάτικην τη γούνα του, λες κ' εχαιρότανε κι αφτός με τον τρελό τους πόλεμο, έστελν' έστελνε ολοένα, άπλωνε, σώριαζε άφτονα πυκνά πολεμοφόδια, στους αντρειωμένους του πολεμιστάδες κάτω.

Οι δύο άνδρες εσηκώθησαν ευθύς, και εκ των νευμάτων και υποκλίσεών των ενόησεν ο Χριστοδουλής, χωμένος μέσα εις της καλαμιαίς, ότι την επεριποιούντο και ήσαν πρόθυμοι εις τους ορισμούς της.

Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κεβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.

Ο πλοίαρχός μας ευχαριστημένος διά τον ωραίον καιρόν, εύρεν εργασίαν δι' έκαστον ναύτην. Άλλος λοιπόν ξαίνει στυπείον, άλλος εμβαλώνει διερρηγμένην γάμπιαν, άλλος χρωματίζει ξεβαμμένον κάπου το παραπέτο, άλλος αυτοσχέδιος τέκτων ομαλίζει ξύλον προς κώπην κατάλληλον διά την φελούκαν, και ο μάγειρος, χωμένος εις το ξύλινον μαγειρείον του, ετοιμάζει το γεύμα.

Και δεν τους ήθελαν, όχι μονάχα από φυλετικούς λόγους, παρά επειδή τους βύζαιναν κιόλας οι δικοί μας, κι όχι καθώς ο Τωτίλας, που τους καλόπιανε πάντα και μ' αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε και ξανακυρίεψε Ρώμη, Σικελία, Σαρδινία, Κόρσικα. Μα και στην Κέρκυρα κατέβηκε με τα πλοία του, κι ως τα ελληνικά τα παράλια. Είταν τότες, καθώς θα δούμε, ο Ιουστινιανός χωμένος στα βάσανα ως το λαιμό.

Τότε ο Ζούμπουρας ο καμαρώτος, αδαής του κινδύνου, περνών απ' εμπρός από τον ωργισμένον γέρω-Μπούμπαν, χωμένος μέσα εις τας πλατείς αμπάδες του, ως χελώνη, τότε του πρωτοείπε, σαν προφήτης το παληόπαιδο: — Καλά Χριστούγεννατης Τρεις Μπούκαις, παππού! Και κύψας υπό τας βαρείας χείρας του γηραιού ναύτου υπεξέφυγεν ως έγχελυς, την οργήν του.

Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κ' εβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.

Καθισμένος κι αφτός στο μεσιανό παγκάρι ο καλός μας ο ψαράς, ολόχαρος πάντα και γελαστός, χωμένος μες την καταβρεγμένη τη βρακούλα του, έλαμνε ολοένα με τάξη και ρυθμό τα ελαφρά κουπάκια. Εγλυκόφεβγαν γαληνεμένα, πήχτρα τα νερά. Εκαθρέφτιζαν της αβγής τα τρυφερά τα χρώματα και τουρανού τα γαλανά τα φωτά· ερόδιζαν μες ταργυρόχλωμα τα πλάτια τους.

Και ο Σπύρος μετά τινας ημέρας, εκεί παρά την Αγίαν Μαρίναν, χωμένος μέσα εις ένα μικρόν εμπορικάκι, γεμάτο ψυλικά ποικιλώνυμα, με κατάστιχα, με καλαμάρια, και πέννες να σημειώνη, με απομεινάρια του εργοστασίου της Αρφανούλας διά τας πτωχάς εκεί κορασίδας, που τρελλαίνονται για ένα φτερό, ή για ένα ψευδοάνθος, επώλει, χωρίς να γνωρίζη και ο ίδιος τι κάμνει.

Τότε ο λεβέντης Έχτορας της απαντάει διο λόγια «Μη με κερνάς καρδόγλυκο κρασί, καλή μου μάννα, μη μ' αποστάσεις κι' όρεξη δεν έχω πια για μάχη. 265 Σκιάζουμαι κιόλας μ' άνιφτα τα χέρια το φλογάτο κρασί στο μαβροσύγνεφο να στάξω γιο του Κρόνου· μήτε π' ακούστηκε ποτές παράκλησες του Δία να κάνεις μες στα αίματα χωμένος και στη λέρα.