United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα στις πυκνές τις λαγκαδιές ήτανε το λημέρι του. Μα το βασιλόπουλο ήτανε καιρός τώρα που δεν είχε ρίξει τουφεκιά στο λόγγο. Οι πέρδικες πετούσανε άφοβα σιμά του, τα κοτσύφια του σφυρίζανε απάνω απ' το κεφάλι του, και τα μικρόπουλα μέσα στις φυλλωσιές δεν κόβανε το τραγούδι τους σαν περνούσε. Φτερό δε σήκωνε το τουφέκι του να κτυπήση.

Μια από τις ωραιότερες εντυπώσεις που μου έκανε η σκηνή ήταν όταν ο Salvini στην τελευταία πράξη του Ληρ, τραβώντας το φτερό από το καπέλλο του Κεντ το άγγιζε στα χείλη της Κορδέλας τη στιγμή που είχε φτάσει στο στίχο: «Αυτό το φτερό κουνιέται· εκείνη ζη». Ο κ.

Έτρεξεν εκείνο φτερό στην κάμαρη· άναψε τα δύο κεριά εμπρός στο ασημοντυμένο εικόνισμα του αγίου μας. — Τι κάθεσαι, μωρέ παιδί· μου γνέφει από μακριά. Στο κορζέτο γλήγορα και λέγε μας. Ή μπουκάρομε σήμερα ή χανόμαστε. Αγκάλιασα ευθύς το κατάρτι κ' έφτασα επάνω στο κορζέτο. Μάνα μου! Τι να ιδώ, τι να παραγγείλω κάτω; Ούτε την άκρη του μπαστουνιού δεν εξεχώριζα.

Άμα έβλεπε κανένα σερνικό ν' αρπάζη του θηλυκού την τροφή, χυνότανε σα μπόρα στη μέση κι ο αδικητής άλλαζε δρόμο πριν δοκιμάση την άσπλαχνη μύτη του. Και συχνότερα, απλώνοντας ριπίδι το ένα του φτερό, έφερνε γύρα την αγαπημένη του, νταής παρασάνταλος και κούτσαβος των πουλιών μεθυσμένος.

Εις το τέλος, χωρίς να προφέρη μίαν συλλαβήν, την έσπρωξε με βίαν από κοντά του και της επέταξε κατάμουτρα το ποτήρι γεμάτο από κρασί. Το πτωχό κορίτσι εσηκώθηκεν όπως ημπορούσε καλύτερα, και χωρίς να βγάλη ούτε ένα αναστεναγμόν, επήρε την θέσιν της εις τα κάτω της τραπέζης. Επί ένα λεπτόν επεκράτησεν απόλυτος σιγή· θα ημπορούσα ν' ακούσω ένα φύλλο ή ένα φτερό που πέφτει.

Εις του Σίμωνος θα πάμε πρώτα ή εις άλλον πλούσιον; ΜΙΚ. Όχι στου Σίμωνος, που, αφού επλούτισε, του φαίνεται μικρόν το δισύλλαβον όνομά του και τώκαμε τετρασύλλαβον. Αλλ' εφθάσαμεν εις την πόρτα του. Τι πρέπει να κάμω τώρα; ΠΕΤ. Βάλε το πτερόν στην κλειδαρότρυπα. ΜΙΚ. Ορίστε. Ω Θεέ μου, άνοιξε η πόρτα σαν να ήτο το φτερό κλειδί. ΠΕΤ. Πήγαινε 'μπρός. Τον βλέπεις πώς αγρυπνεί και λογαριάζει;

Μια ώρα τριγυρίζω εδώ πέρα, κι' εγώ θαρρώ πως είμαι όλη 'μέρα. Για σας οπού πηδάτε 'στο χορό, περνούνε και η ώραις 'στο φτερό. Για το φτωχό φαντάρο που φυλάγει, θαρρείς πως και η ώρα 'πίσω 'πάγει. 'Στον πόλεμο να ήσαι και να κρυώνης, καθόλου δεν σε μέλει, δεν θυμόνεις. Μα να χορεύη όλη η Ελλάς, και συ με τόσο κρύο να φυλάς; Όρσε λοιπόν εις όλο το ντουνιά, τον άδικο, τον ψεύτη, το φονιά.

Το έδαφος το θεϊκό ολημερής εγώ σαρώνω, με λατρεία καθημερινά, από την ώρα που ο ήλιος ξεκινά να βγη με το φτερό του το γοργό. Παιάν! παιάν! ευλογημένος νασ', ευλογημένος, συ, που απ' τη Λητώ είσαι γεννημένος!

Σηκώθηκε ένα κιρκινέζι, ή καμιά κουκουβάγια, και φτερούγισε στα σκοτεινά κ' έφυγε από μια τρύπα· ένα σταχτί φτερό έπεσε κοντά μου. Ένα σκυλί, ή ήταν τσακάλι; ή αλεπού; τρόμαξε και βγήκε σιωπηλά από μια τρύπα, έξω στο φως, και χάθηκε στα χαμόκλαδα. Ανατρίχιασα.

Και τι χαρά που την είχε, οπού όσο μεγάλωνε, τόσο αύξαναν οι αγαπητικοί, τα τραγούδια, η πατινάδες, τα παινέματα στην εμμορφιά την ασύγκριτη, στα μάτια πούλεγαν τόσα και τόσα χωρίς να μιλούνε, στο λυγυρό κορμί, το κυπαρισένιο, στο περήφανο περπάτημα και στα μαλλιά τα μαύρα σαν του κόρακα το φτερό.