United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ψαριανοί δεν είναι· γιατί να μην τρέμουν! Απανωτά ξάναβαν και πετούσανε στον αέρα του Μαχμούτη τα καμαρωμένα καράβια, ύστερ' από το βλογητό του Παππανικολή. Εκεί, εκεί έκαμε τον αγιασμό του ο Παππανικολής. Και σαν έφαγε η φωτιά το μερτικό της, κατάπιε ταπομεινάρια η αχόρταγ' η θάλασσα. Τι όψη να την έχουνε σήμερα τα εβδομήντα τέσσαρα εκείνα κανόνια! Αγνώριστα θάγειναν τα βουβά στόματά τους.

Το πρόσωπό της το χρωμάτιζε απαλή κοκκινάδα και τα μάτια της φεγγοβολούσανε με τη λάμψη εκείνη που δίνει η ευτυχία. Η φωνή της είχε τόνους αόριστης τρυφερότητας, που με χαδεύανε μ' όλη τη δύναμη της χίμαιρας, που πλημμυρούσε και τους δυο μας, και μεταξύ μας πετούσανε λόγια και χαμόγελα, βλέμματα και κινήματα, όπως γίνεται μόνο στον πρώτον καιρό της αγάπης.

Και όταν μιλούσε για τη Ζωή, οι πιο δυστυχισμένοι λαχταρούσαν να ζήσουν, κι' όταν μιλούσε για το Θάνατο, οι πιο ευτυχισμένοι τον αποζητούσαν, κι' όταν μιλούσε για την Αγάπη, τα ξερά κλαδιά πετούσανε νέα φύτρα . . . Αυτά έλεγε ο χωριανός. Και ύστερα είπε ακόμα, με τα δάκρυα στα μάτια, τη δική του τη συμφορά και την αμαρτία του. Σαν έτυχε στην ξένη πολιτεία, πήγε κι' αυτός να ιδή τον ωραίο Προφήτη.

Κι ανάμεσα στις φωνές, που με σπρώχνανε στην εργασία, άκουγα έναν ήχο, που νόμιζα πως τον αναγνώριζα: «Είναι ο πατέρας με το παιδί του!» Ο πατέρας με το παιδί του! Πού το είχα ακούσει; Πότε είχα νοιώσει αυτή τη δαιμονισμένη βία; Είτανε σα να σφυρίζανε καμουτσίκια, σα να πετούσανε σπίθες τα πέταλα σε πέτρινους δρόμους, σα να αιστανόμουνα το νυχτερινό αέρα να δροσίζη το φλογισμένο δέρμα μου.

Σέρνονταν από πάνω της τόσο, που η σκιά τους μόνο να ραΐζει το κρούσταλλό της, σταματούσαν και την κυττάζανε, κινούσανε το ένα φτερό προς αυτήν, ύστερα το άλλο. Χαμηλώνανε στο τέλος κι' αγγίζανε την άκρη της πέννας τους σα να παίρνανε αγιασμό. Ύστερα εκστατικοί από την ευτυχία τους πετούσανε φοβισμένοι, με φωνές., .

Μέσα στις πυκνές τις λαγκαδιές ήτανε το λημέρι του. Μα το βασιλόπουλο ήτανε καιρός τώρα που δεν είχε ρίξει τουφεκιά στο λόγγο. Οι πέρδικες πετούσανε άφοβα σιμά του, τα κοτσύφια του σφυρίζανε απάνω απ' το κεφάλι του, και τα μικρόπουλα μέσα στις φυλλωσιές δεν κόβανε το τραγούδι τους σαν περνούσε. Φτερό δε σήκωνε το τουφέκι του να κτυπήση.

Ο Αγαθούλης και ο Κακαμπός ανεβαίνουνε στην καρότσα· τα έξι πρόβατα πετούσανε και σε λιγώτερο από τέσσερις ώρες φτάνουνε στο παλάτι του βασιλιά, που βρισκότανε σε μιαν άκρη της πρωτεύουσας.