United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά είναι τα δυο μεγαλήτερα στίγματα στο μέτωπο του Θεοδοσίου· στίγματα που δεν είχανε μήτε πολιτική αφορμή μήτε στρατηγική, παρά μόνο και μονάχο τα βάρβαρο κι αχαλίνωτο πάθος του. Ας ξηγήσουρε τώρα με δυο λόγια και το πώς βρισκότανε κάποτες και στη Δύση ο Θεοδόσιος.

Μα όταν ήθελε να πάη μακρήτερα, τότε παρακαλούσε να τον πάρουνε στα χέρια. Κ' επειδή δεν μπορούσε κανείς ναρνηθή τίποτε του Σβεν, βρισκότανε πάντα κάποιος που τον έπαιρνε στα χέρια ή στον ώμο. Και τότε κοίταζε με καμάρι γύρω του και χαμογελούσε με τη συναίστηση της δύναμής του και της ευδαιμονίας πως τον αγαπούσαν όλοι.

Η ποίηση του καιρού εκείνου βρισκότανε όχι σε στίχους μέσα, παρά στα χτίρια και στους πολέμους και στα μεγάλα τα κατορθώματα. Γλώσσα . Αν κρίναμε για τη γλώσσα του έχτου αιώνα από τα έργα του Αγαθία και του Προκόπιου, θα κάμναμε περίπου το ίδιο λάθος που θα κάμναμε αν κρίναμε τη γλώσσα του δέκατου πέμτου αιώνα από τη Θουκυδίδικη ιστορία του Λαόνικου του Χαλκοκοντύλη.

Καλή η απάντησή σου, μου είπε, αν και σε μερικά ξακολουθώ νάχω τις γνώμες μου και τις επιφυλάξεις μου!.. Συχαρητήρια πήρε κι ο μακαρίτης Στέφανος Γρανίτσας που βρισκότανε τότε στα Γιάννενα και που, καθώς μούλεγε αργότερα, τονέ συνεχάρηκε ο κ. Βενιζέλος, θαρρώντας πως το άρθρο είναι δικό του, για την απάντησή του στο «Τιμή και Ανάθεμα» του Δραγούμη.

Αλλά απάνω στη φλόγα του πυρετού, ακατάπαυστα η επιθυμία, σαν μανιασμένο άλογο τον έσπρωχνε κατά τους πύργους τους καλοφτιαγμένους όπου βρισκότανε κλεισμένη η Βασίλισσα: άλογο και καβαλάρης τσακιζόντανε στους πέτρινους τοίχους. Άλογο και καβαλάρης σηκωνόντανε αμέσως και ξανάρχιζαν τον ίδιο καλπασμό.

Ένας νέος, που βρισκότανε πλάι στον Αχμέτ μίλησε κατόπι και είπε: — Ονομάζομαι Ιβάν· ήμουν αυτοκράτορας πασών των Ρωσσιών· μ' εκθρόνισαν, όταν ακόμα ήμουνα στην κούνια· τον πατέρα μου και τη μητέρα μου τη φυλακίσανε· μ' αναθρέψανε μέσα στη φυλακή· έχω κάποτε την άδεια να ταξιδεύω, συνοδευμένος από τους φυλακές μου· κ' ήρθα να περάσω τα καρναβάλια στη Βενετία.

Ωστόσο όλοι οι ταξιδιώτες, που συνάντησε στις ταβέρνες του δρόμου, του λέγανε! — Πάμε στο Παρίσι. Αυτή η γενική σπουδή του γέννησε επί τέλους την επιθυμία να ιδή αυτήν την πρωτεύουσα· δεν θ' απομακρυνότανε και πολύ από το δρόμο της Βενετίας. Μπήκε στην πόλη από το προάστειο του Σαιν-Μαρσώ και θάρρεψε, πως βρισκότανε στο χειρότερο χωριό της Βεστφαλίας.

Ο Αγαθούλης και ο Κακαμπός ανεβαίνουνε στην καρότσα· τα έξι πρόβατα πετούσανε και σε λιγώτερο από τέσσερις ώρες φτάνουνε στο παλάτι του βασιλιά, που βρισκότανε σε μιαν άκρη της πρωτεύουσας.

Επί τέλους θα βρισκότανε και κανείς να τόνε σκοτώση να πάη άδικα. Εισελθών εις το σπίτι ηρώτησε με τραχύτητα την σύζυγόν του, η οποία κατεγίνετο να παραθέση το δείπνον·Δεν ήρθ' ακόμη ο λεγάμενος; — Ποιος λεγάμενος; είπε στραφείσα η Ρηγινιώ. — Ο Μανωλιός. — Και γιάιντα τόνε λες ετσά; — Είνε να μην τόνε λέω και γάιδαρο ακόμη με τσι γαϊδουριές απού κάνει; Αυτός θα με κάμη κακό με όλο τον κόσμο.

Πολλαίς φοραίς οι παλαιοί, οι παππούδες μας, είδανε με τα μάτια τους που ένα πράμμα, που το ερρούφηξε το μάτι της λίμνης, έξαφνα βρισκότανε στη θάλασσα, μέσα βαθειά, ανάμεσα στα δυο νησιά πέρα. Είδατε τα δυο νησιά που είν' εκεί αντίκρυ, ως τρία μίλια ανοιχτά στο πέλαγο; . . . Εκεί ανάμεσα είνε ο αφαλός της θάλασσας.