United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να τα πιστέψουμε άραγες κι αυτά, ή να τα βάλουμε στο ράφι μαζί με τ' απόκρυφα; Πως έκαμαν κάμποσο κακό οι Σλάβοι στα 550, το βλέπουμε από το καινούριο τους κατέβασμα στα 551. Βρέθηκε όμως αυτή τη χρονιά στη Σαρδική πηγαινάμενος στην Ιταλία ο Γερμανός. Ακούσαντας λοιπόν οι Σλάβοι πως ο φοβερός εκείνος στρατηγός βρισκότανε στη γειτονιά τους τραβηχτήκανε στη Δαλματία.

Η Παυλίνα σήκωσε τα μάτια της, δακρυσμένα, και τον κύτταξε γλυκά. — Θέλω ένα διαμάντι πιο μεγάλο από το μεγαλύτερο διαμάντι που φορεί στο διάδημά της η βασίλισσα. Ο Παύλος αναστέναξε. Όμοιο διαμάντι δε βρισκότανε σ' όλο τον κόσμο. — Πες μου, αγάπη μου, πού βρίσκεται, να σχίσω βουνά και θάλασσες να πάω να στο φέρω. Η Παυλίνα τον κύτταξε πιο γλυκά ακόμα. — Αν μ' αγαπάς θα πας να μου το βρης.

Κι α δε βρίσκουνταν τέτοιος νοικοκύρης, το χάριζαν το χτήμα με τη βία σ' έναν από τους άλλους νοικοκυρέους! Αυτό είταν η λεγάμενη Επιβολή , και βρισκότανε στην ακμή της τον έχτο αιώνα. Τα ίδια πάθαιναν κ' οι εργάτες των χτημάτων, οι γεωργοί.

Είτανε δυνατό η γυναίκα μου μέσα σ' όλη τη λάμψη της ευτυχίας, που έδινε τον τόνο σ' όλο το είναι της, να έκρυβε το σπόρο της δυστυχίας, που έμελλε να πέση σ' όλη τη ζωή μας; Είτανε δυνατό αυτό; Ζούσε τάχα δυο ζωές; Μπορούσε να ζη μέσα στον ήλιο και ταυτόχρονα να αιστάνεται πως η νύχτα είτανε κοντά; Ή μήπως η προαίστηση του φόβου, που έδειχνε τώρα, είτανε μια από τις φαντασίες εκείνες, που είναι συνέπειες της κατάστασης που βρισκότανε;

Μα το αρχαίο κείμενο δεν ήταν ολάκαιρο· έλειπε κάποιο μέρος από την αρχή του πρώτου βιβλίου, που το εζημίωνε αρκετά. Όμως ο Γάλλος σοφός και ελληνιστής Paul-Louis Courier είχε την ευτυχία στα 1808, όταν ήτανε στη Φλωρεντία, ν' ανακαλύψη κάποιο χειρόγραφο του μυθιστορήματος του Λόγγου του ΙΓ' αιώνα, όπου βρισκότανε και το μέρος που έλειπε. Κ' έτσι το κείμενο τόχουμε πια σωστό.

Σε ποιον να πη τον πόνο του; Άλλος καμπούρης δεν ήταν στο νησί. Τον έτρωγε το μαράζι τον Λαζαράκη. Συχαινότανε όλους τους ίσιους ανθρώπους. Κι' αν βρισκότανε κανένας να του πη: «Μωρέ θέλεις, Λαζαράκη, να σε κάνω ίσιο σαν τη λαμπάδα, να μη σε περγελάη ο κόσμος;» — «Όχι, αδελφούλη μου, θα του έλεγε.