Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Θέλεις από το πιοτό, θέλεις από κατάχρησες δεν ήταν ικανός ούτε φύλλο να σήκωση. Τον εμάζωξαν τα κορίτσια του και τον εδιατήρησαν ως που έκλεισε τα μάτια. Ο Μανωλιός όμως δεν εμιμήθηκε τον πατέρα του. Ερρίχτηκε σύψυχος στη δουλειά και την οικονομία. Γυναίκες δεν ήσαν γι' αυτόν, ταβέρνες, παιγνίδια, καυγάδες τίποτα. Ίσα τον δρόμο του.
Όλα είναι καλά, όλα πάνε καλά, όλα πάνε όσο το δυνατό καλύτερα! &Περί Πακέττας και του αδελφού Γαρουφάλη.& Μόλις ήρθε στη Βενετία, ζήτησε τον Κακαμπό σ' όλες τις ταβέρνες, σ' όλα τα καφενεία, σ' όλα τα πορνεία, και δεν τον βρήκε πουθενά. Έστελνε κάθε μέρα να ψάχνουν όλα τα καράβια κι' όλες τις βάρκες· καμιά είδηση από τον Κακαμπό!
Είδα στους τόπους, που η μοίρα μ' έκαμε να περάσω, και στις ταβέρνες που δούλεψα, έναν άπειρο αριθμό προσώπων, που μισούσανε την ύπαρξή τους· αλλ' είδα μονάχα δώδεκα, που δώσανε θεληματικά τέλος στη δυστυχία τους, τρεις νέγρους, τέσσερις εγγλέζους, τέσσερις από τη Γενεύη κ' ένα γερμανό καθηγητή, ονομαζόμενο Ρόμπεκ. Στο τέλος έγινα υπηρέτρια του δον Ισσάχαρ· μ' έβαλε σε σας, ωραία μου δεσποινίς.
Ωστόσο όλοι οι ταξιδιώτες, που συνάντησε στις ταβέρνες του δρόμου, του λέγανε! — Πάμε στο Παρίσι. Αυτή η γενική σπουδή του γέννησε επί τέλους την επιθυμία να ιδή αυτήν την πρωτεύουσα· δεν θ' απομακρυνότανε και πολύ από το δρόμο της Βενετίας. Μπήκε στην πόλη από το προάστειο του Σαιν-Μαρσώ και θάρρεψε, πως βρισκότανε στο χειρότερο χωριό της Βεστφαλίας.
Είχε σπίτια, μαγαζιά, ταβέρνες, αποθήκες· χοντροκαραβοκύρης σωστός. Πηδάω στη σκάλα, σκαρφαλώνω απάνω. Μπρε καλός τον! μπρε καλός των! Ματσ — μουτσ! Μας παίρνουν τα δάκρυα. Από τα δάκρυα επέσαμε στο τσιμπούκι και τη μαστίχα ώστε να γίνη το φαγί. — Ξέρεις, μου λέγει ο καπετάν Τραγούδας· έχω μέσα και τον ανεψιό μου το Μανωλιό, το παιδί της Ζαφειρένιας!... — Μπα! πού νε το;
Οι γέροι τινάχτηκαν ξαφνιασμένοι, σαν να τους έπιασαν σε καμμιά ντροπή. — Ποιος είνε! Ξεροβήξανε και τραβήχτηκε ο ένας απ' τον άλλον. — Τον κακό σου τον καιρό, μπεκρούλιακα, παραλυμένε!.. Μια γυναικεία φωνή ούρλιαζε απέξω. — Να τσακιστής ναρθής στο σπίτι. Που σε μαζεύομε από τις ταβέρνες. Ήτανε η γυναίκα του Καπετάν Βαγγέλη. Συνειθισμένη ιστορία στην ταβέρνα του Σπανού.
Τους είπανε φιλήδονους και καλοπαθιασμένους, μα όχι κι ακαμάτηδες, αν κ' οι ταβέρνες τους πάντα γεμάτες. Τους άρεζε, φαίνεται, και το καλοφάει. Μια φορά, λέει, οι στρατιώτες τους αρνηθήκανε να πολεμήσουνε σε πολιορκία απάνω, επειδή δεν τους έφερναν τραπεζαρίες εκεί που πολεμούσαν. Σα φάνηκε ο Φίλιππος κι ο Αλέξαντρος, χάθηκε πάλι η λευτεριά τους. Είναι αλήθεια πως το Φίλιππο τον καταπόνεσαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν