United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι γέροι τινάχτηκαν ξαφνιασμένοι, σαν να τους έπιασαν σε καμμιά ντροπή. — Ποιος είνε! Ξεροβήξανε και τραβήχτηκε ο ένας απ' τον άλλον. — Τον κακό σου τον καιρό, μπεκρούλιακα, παραλυμένε!.. Μια γυναικεία φωνή ούρλιαζε απέξω. — Να τσακιστής ναρθής στο σπίτι. Που σε μαζεύομε από τις ταβέρνες. Ήτανε η γυναίκα του Καπετάν Βαγγέλη. Συνειθισμένη ιστορία στην ταβέρνα του Σπανού.

Ο Μέλτος ο Μισακός, ήτο μίμος πρώτης δυνάμεως. Δεν υπήρξε πλοίαρχος έχων ελάττωμά τι φυσικόν, εργάτης, ποιμήν ή και προεστώς του χωρίου του, που να μη εμπέση εις την μιμικήν οξυδέρκειαν του σπανού αυτού ναύτου, με το πρόσωπον το προώρως ερρυτιδωμένον και ευλογιοκομμένον εις τας παρειάς, ως κεντημένον με βελόνην.

Να τα πω εγώ τάλλα, λέγει τότε ο Μέλτος ο Μισακός, για να σε ξεκουράσω. Ο Μέλτος ο Μισακάς τότε εξηκολούθησε την συνέχειαν με σοβαρότητα κωμικήν του ευλογιοκομμένου και σπανού προσώπου του: — Εγώ στεκόμουνα εκείταριστερά, κοντά στον ψάλτην. Άμα είδα το τάλλαρο του δημάρχου, και της ρεγγίναις των αξιωματικών, και τάλλα ασημένια, βρε, λέγω, εδώ είνε δουλειά.

Μου θύμησε το ζαχάρωμα που απολάβει κανένας κολλημένος 'ςτα κόκκινα και φλογερά χείλη της κορασιάς. Και με τη θύμηση αυτή την κατάγλυκια, αποκοιμήθηκα. Όταν μ' εξύπνησαν για να κινήσουμε, είδα που ξέβγαιναν από τες ζόρκες κορφές του Σπανού, απάνου, μεγάλα μαυριδερά σύγνεφα, μ' άσπρες ράχες, ωσάν κύματα αφρισμένα.

Ένα ένα πρέπει να πάρουμε τα γλωσσικά φαινόμενα και να διούμε το νόημά τους, πρέπει να μελετούμε τα κείμενα. Είναι βέβαιο που μήτε στου Πουλολόγου τους στίχους, μήτε στην ψεφτολειτουργία του Σπανού μπορεί ναπαντήσουμε του Αριστοφάνη τη χάρη ή του Πλάτωνα τη σοφία. Αλλά μήτε γυρέβει κανείς τέτοια πράματα.

Μου θύμησε το ζαχάρωμα που απολάβει κανένας κολλημένος 'ςτά κόκκινα και φλογερά χείλη της κορασιάς. Και με τη θύμηση αυτή την κατάγλυκια, αποκοιμήθηκα. Όταν μ' εξύπνησαν για να κινήσουμε, είδα που ξέβγαιναν από τες ζόρκες κορφές του Σπανού, απάνου, μεγάλα μαυριδερά σύγνεφα μ' άσπρες ράχες, ωσάν κύματα αφρισμένα.

Η ψυχή μου θα βγαίνη κι' ο παπάς θα με δροσίζη με το κουταλάκι... Αυτά είνε που σου λέω, Καπετάν Βαγγέλη. Και να μακούς εμένα και να μαγαπάς. Ήσαν οι δυο γέροι στην ταβέρνα του Σπανού, κάτω στο γιαλό, στο κρυφό τραπεζάκι πίσω απ' το τεζάχι. Την είχε τη θέσι χρονικής ο Μπαρμπα-Δημητρός. Όχι πως ήθελε να κρυφτή απ' τα μάτια του κόσμου. Μια πεντάρα δεν έδινε. Μα τουρχότανε βολικά εκεί σταπόμερο.