United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπεν ο Μέλτος ο Μισακός και απετελείωσεν ο ναύκληρος — ο Φαφάνας, προφθάσας ούτω και αποφυγών την κακοφημίαν, μη τύχη και πειραχθή ο ψάλτης, και δεν θελήση να ψάλη έπειτα. — Πού σ' αυτόν τον κόσμον, καϋμένε Φαφάνα; Επανέλαβεν ο Μέλτος ο Μισακός, μιμούμενος την φωνήν του ελθόντος, σαν να έψαλλε, σαν να κανοναρχούσεν.

Ο Μέλτος ο Μισακός, ήτο μίμος πρώτης δυνάμεως. Δεν υπήρξε πλοίαρχος έχων ελάττωμά τι φυσικόν, εργάτης, ποιμήν ή και προεστώς του χωρίου του, που να μη εμπέση εις την μιμικήν οξυδέρκειαν του σπανού αυτού ναύτου, με το πρόσωπον το προώρως ερρυτιδωμένον και ευλογιοκομμένον εις τας παρειάς, ως κεντημένον με βελόνην.

Και μορφάζων κωμικώς το σπανόν και ευλογιοκομμένον πρόσωπόν του προσέθηκεν: — Όχι από εμένα. Από τον Μέλτον τον Μισακόν δηλαδή. Ίνα δε προλάβη πάσαν άρνησιν ή αποφυγήν του καπετάν-Φαφάνα, προσέθηκεν. — Αν δεν θελήση να μας το 'πη ο καπετάν-Φαφάνας, θα το πη ο Μέλτος ο Μισακός.

Ο Μέλτος ο Μισακός, κατά τα διάφορα ταξείδιά του, είχεν εκμάθει όλα τα πολύμορφα είδη του ιερού άσματος, και άλλα ακόμη νησιωτικά τραγούδια, έκαστον με τα ιδιώματά του τα γλωσσικά και με την προφοράν του την ιδιάζουσαν έκαστον, κ' εθάρρει κανείς την νύκτα εκείνην ότι ευρίσκετο εις όλας τας φαιδράς του Αιγαίου νήσους συγχρόνως, ποικίλως άγων την μεγάλην και χαρμόσυνον της πατρίδος μας εορτήν, τα Χριστούγεννα.

Δι' αυτά τα δυο προτερήματά του ήτο συμπαθέστατος ο Μέλτος ο Μισακός μεταξύ των πληρωμάτων, διότι και εκαλότρωγαν οι ναύται με την καλήν μαγειρικήν, και εκαλοχώνευαν με τα μιμικά αστειεύματά του.

Και εγώ σου έβανα τότε, 'ς το χέρι σου, ένα κοσιπενταράκι· Δεν είνε αλήθεια, καπετάν-Φαφάνα; εξηκολούθησεν ο Μέλτος ο Μισακός· Και σου είπα: — Και του χρόνου! Δεν είνε αλήθεια; Όλοι εγέλασαν διά το πάθημα του καπετάν-Φαφάνα με ανακραυγάς. Ο δε γέρω-Μπούμπας, διακόψας την σιωπήν του, είπε με οργήν: — Και ήθελες να μου γένης και παπάς! Και πώς θα έχονες τους πεθαμένους, αφού τους φοβάσαι;

Χαρά και αγαλλίασις εις το πλήρωμα, ότε εγίνετο γνωστόν ότε επεράσθη εις τα χαρτιά και ο Μέλτος ο Μισακός. Με τας μιμικάς του παραστάσεις κατά τους μακρινούς πλους, ελησμόνουν οι αγαθοί ναύται όλα τα δεινά της ξενιτειάς, όλα τα βάσανα της βαρείας των εργασίας.

Ο κουρήτος, το ξύλινον βυτίον, εν ώ φυλάσσεται το αλίπαστον κρέας των πλοίων, εννοούσεν αμέσως τον δεξιόν μάγειρον, από το βύθισμα των χειρών του μέσα εις τους γάρους, ότε αφ' εσπέρας ελάμβανε τεμάχια, ίνα τα ξαλμυρίση, και επευφήμει, θαρρείς με χαράν, τραντανιζόμενος εις τα στερεά βάθρα του, ο ξύλινος κουρήτος. — Κακό σημάδι, βρε παιδιά! έλεγε τότε ο Μέλτος ο Μισακός . .

Ο Μέλτος ο Μισακός, οπού ανήλθε προ μικρού να επιθεωρήση την βράζουσαν σικελικήν όρνιθα, επανελθών, φαιδρός και χαρούμενος πάντοτε, διέκοψε τας θλιβεράς αναμνήσεις του γέρω-Μπούμπα, ειπών: — Ακόμα θέλει λίγο, βρε παιδιά, η κόττα. Όσο να γένη, να μας πη τώρα ο καπετάν-Φαφάνας τι έπαθε μια φορά, τα Χριστούγεννα, από τον Μέλτον τον Μισακόν.

Εσύ να ψάλης τα πανηγυρικά μέλη, και ο παπα-Γιάννηςνάχωμεν την ευχίτσα τουτα νεκρώσιμα. Δεν λέω καλά, παπά μου; Όλοι εγελάσαμεν. Ο Μέλτος ο Μισακός, αφού τα είπε συριανά τα Χριστούγεννα, ήρχισε να τα λέγη και ναξιώτικα.