United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφανταζόμην ότι εκ της κορυφής η κατάβασις εις τον ποταμόν θα ήτο ταχεία και εύκολος και ήλπιζα ότι τέρμα της πορείας θα ήτο η όχθη του ποταμού εκείνου. Αλλ' η κορυφή δεν εφαίνετο. Ελησμόνουν κατά την ώραν εκείνην και επανάστασιν και εχθρούς και βωμόν της πατρίδος, δεν με έμελεν ούτε διά τον Μίρτον, ούτε διά τους έρωτάς του!

Τότε κατέλιπον και εγώ το θέατρον· ώστε δεν δύναμαι, βλέπεις, να σου αφηγηθώ το τέλος της χορευτικής εορτής του κ. Moreau, ήτις πρόκειται, ως ακούω, να επαναλαμβάνεται κατά παν Σάββατον μέχρι του τέλους των απόκρεω. Α! είδες; ολίγου δειν ελησμόνουν την κωμικωτέραν μορφήν του θεατρικού χορού.

Αλλά και η φύσις αύτη εφαίνετο έχουσα κατά το έτος εκείνο επαναστατικάς διαθέσεις. Ο Τίβερις επλημμύρει συμπαρασύρων φραγμούς, λέμβους, πύργους και γεφύρας, τα άνθη ελησμόνουν να ανθίσωσι και τα κεράσια να ωριμάσωσι, καίτοι μεσούντος ήδη του Μαΐου, τα δε πτηνά έμενον επί των κλάδων σιωπηλά και κατηφή, ως οι ευσεβείς πετεινοί των Ιεροσολύμων κατά την εβδομάδα των Παθών.

Ενώ ταύτα συνέβαινον, ημείς εμένομεν ήσυχοι εις την εξοχήν. Ο κρότος μόνον των πυροβόλων ετάραττε που και που την ησυχίαν μας και ενθύμιζεν επί οποίου κρατήρος εκείμεθα. Αλλ' οι πυροβολισμοί δεν ήσαν συνεχείς. Το δε κατ' εμέ, δεν ηξεύρω πώς και διατί, αλλ' εκεί εις την εξοχήν ελησμόνουν και μερίμνας και φόβους.

Ο δικαστής του Άδου τους απηχθάνετο κυρίως διά την εφήμερον αλαζονείαν και υπεροψίαν, διότι ελησμόνουν ότι και αυτοί ήσαν θνητοί, θνητά δε και τα καλά τα οποία είχαν λάβει παρά της τύχης.

Οι παππάδες, όταν επέστρεφαν την παραμονήν των Φώτων εν σώματι από την οικίαν του δημάρχου, με τους σταυρούς και τας φωτιστήρας των, αγιάζοντες οικίας, δρόμους και μαγαζειά, και διώκοντες τους καλικαντζάρους, ελησμόνουν να ρίψωσι μικράν σταγόνα αγιασμού και εις την άτυχην εγκαταλελειμμένην οικίαν, την οποίαν δεν είχε χαρή ο οικοκύρης όστις την έκτισε, και ήτις δεν είχεν αξιωθή ν' απολαύση την οικοκυράν της.

Τα πάντα εβάδιζον εν αρχή κατ' ευχήν· αμφότεροι επάχυνον και ελησμόνουν την πατρίδα των υπό τον γλυκύν ουρανόν της Προβιγγίας, υφ' ον λησμονούσι σήμερον και οι Χίοι την μοσχοβόλον νήσον των.

Εν τούτοις ο ευγενής Βινίκιος έγινε χριστιανός, όπως είνε χριστιανοί και η Πομπωνία, ο μικρός Άουλος και η Λίγεια. Εγώ τον υπηρέτησα πιστώς· εις ανταμοιβήν εκείνος με εμαστίγωσε, κατ' απαίτησιν του ιατρού Γλαύκου, αν και είμαι γέρων, και τότε ήμην ασθενής και πειναλέος. Και ωρκίσθην εις τον Άδην ότι δεν θα το ελησμόνουν.

Θέλω όμως να σου είπω έν πράγμα παράξενον· ότι δηλαδή, εν ώ εκείνος ήτο παρών, και ο νους μου δεν έδιδε προσοχήν εις αυτόν και συχνά τον ελησμόνουν. Φίλος Και τι πράγμα τόσον σοβαρόν συνέβη σχετικώς με σε και εκείνον; Διότι δεν φαντάζομαι ότι απήντησες κανένα άλλον ωραιότερον μέσα τουλάχιστον εις αυτήν την πόλιν. Σωκράτης Απήντησα βέβαια και πολύ ωραιότερον. Φίλος Τι λέγεις; Πολίτην ή ξένον;

Πάραυτα η υψηλόφρων έκπληξις του ξενίζοντος εξεφράσθη διά της συμπεριφοράς του, και αι επηρμέναι οφρύες και αι αποδοκιμαστικαί χειρονομίαι των συνδαιτυμόνων έδειξαν όσον ετόλμων να δείξωσιν εκ της αποδοκιμασίας και της υπερφροσύνης των. Ελησμόνουν εντελώς τις ήτο Εκείνος και τι είχε πράξει. Κατάσκοποι και συκοφάνται εξ αρχής, εύρισκον τώρα ευκαιρίαν προς νέας σκευωρίας.