Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Την νύκτα, όταν πλέον τα μαγαζεία είχον κλείσει και οι άνθρωποι είχον αποσυρθή εις τας οικίας των, φως ανέβαινε την άγαυσαν προς την επάνω συνοικίαν της Παναγίας οδόν, φως φαναρίου φέγγον εις ικανήν απόστασιν και προχωρούν κινούμενον προς τους απέναντι τοίχους κατά σειράν.
Είναι τ' αφορεσμένο το πουλί του πόνου, που έκραξε στην πόρτα σου! Κερά μου. Βγάλετο το μαγεμένο το βραχιόλι! Τα τρία κορίτσια, έτοιμες, ντυμένες για τα μαγαζειά. Ο λ γ ί ν α. Ο πατέρας δεν κατέβηκεν ακόμη. Ά! ξέχασα! Έμεινε για να συνοδεύσουν με τη μαμά την κ. Βιλή Έ μ μα. Ο λ γ ί ν α. Λ έ λ α. Έ μ μ α. Εσύ να σιωπάς. Ο λ γ ί ν α. Κάμε τον κατάλογο, τι έχωμεν να πάρωμεν και που να πάμε.
Τι κάνεις; Μπορεί να κατέβουν και να μας εύρουν κλεισμένους εδώ. Ε λ έ ν η Δεν υπάρχει φόβος. Όλοι λείπουν. Η μαμά σου και ο θείος παν να συνοδεύσουν την κ Βιλή, που φεύγει. Τα κορίτσια παν εις την μοδίστρα, όπου θα σε περιμένουν, ως και μένα για τα μαγαζειά. Ώστε, είμεθα μόνοι. Κ ώ σ τ α ς Αδιάφορον! Ε λ έ ν η. Δεν σ' αφίνω να περάσης.
Εδοκίμασε πολλάκις να εισπράξη τα οφειλόμενα· αλλ' «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Το είχεν ακούσει το ρητόν αυτό και εις το σχολείον, μικρός ακόμα, που τα εξηγούσε με ιδιαιτέραν αγαλλίασιν ένας μέθυσος διδάσκαλος, καταχρεωστών εις όλα τα μαγαζεία, και εκ των πραγμάτων τότε το εννοούσεν ως αληθές. Και τώρα δε, ότε εμεγάλωσεν, έβλεπε πάλιν εκ των πραγμάτων ότι ήτο αληθές.
Οι παππάδες, όταν επέστρεφαν την παραμονήν των Φώτων εν σώματι από την οικίαν του δημάρχου, με τους σταυρούς και τας φωτιστήρας των, αγιάζοντες οικίας, δρόμους και μαγαζειά, και διώκοντες τους καλικαντζάρους, ελησμόνουν να ρίψωσι μικράν σταγόνα αγιασμού και εις την άτυχην εγκαταλελειμμένην οικίαν, την οποίαν δεν είχε χαρή ο οικοκύρης όστις την έκτισε, και ήτις δεν είχεν αξιωθή ν' απολαύση την οικοκυράν της.
Καλέ όχι, Γιωργάκη μου. θα είναι κάποιας χανούμισσας. Όπως σούλεγα την άλλη φορά η χανούμισσες έχουν πίστωσι εις τα μαγαζειά. Αλλά μετρητά δεν τους δίδουν οι άνδρες των, γιατί παίζουν και χάνουν. Τι κάνουν λοιπόν; Αγοράζουν από τα μαγαζειά και τα μεταπουλούν όσα όσα, για να κάμουν χαρτζηλίκι Λ έ λ α. Γ ι ω ρ γ ά κ η ς.
Τώρα θα εργασθώ πολύ.... Και με μια δυώ πόζες τελειόνομεν... Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Να ξεκουρασθήτε. Να πάρετε ένα νερό. Μ α ρ ί α. Ευχαριστώ. Δεν θα πάρω τίποτε. Δεν πρέπει να χάνωμεν καιρόν. Λ έ λ α. Ημείς δεν θα σας εμποδίσωμεν, αλλ' ούτε και θάχωμεν την ευχαρίστησιν να μείνωμεν μαζή σας. Δυστυχώς έχομεν δώσει συνέντευξιν για να πάμε εις τη μοδίστρα και στα μαγαζειά. Μ α ρ ί α.
Εκείνην την βραδειάν είχε μείνει διά να φυλάξη τα κορίτσια την νύκτα, οπού είνε πάντοτε μυστήριον και αβεβαιότης, ο μπάρμπα Σταμάτης ο Καρδοπάκης. Ήτο φαιδρός και πρόθυμος γέρων, μικρόσωμος, «παρηγοριά» του χωριού. Ήξευρεν εκάστοτε να λέγη στα κορίτσια χίλια τραγούδια, όνειρα, παραμύθια. Παντού τον εύρισκες, παντού ήτο παρών, στα σπήτια, στα μαγαζειά, στα ξωκκλήσια, στα καλύβια.
Αλλ' αν είχε και χίλιες δραχμές, θα ηδύνατο να κερδίζη περισσότερα, διότι δεν θα ηγόραζε το ρώμι μποκάλι-μποκάλι από τον κυρ Κωνσταντή, όστις έβγαζε το ένα άλλο ένα, και το ενέρονε τόσον ώστε να μη σηκόνη άλλο νερό πλέον· θα παρήγγελλε βαρέλι εις την Χαλκίδα, και θα είχε και αυτός τότε κάτι τι εις το καφενείον του. «Λίγο-λίγο» έλεγε, «έτσι έκαμαν όλοι τους παράδες και τα μαγαζειά.»
Αλλ' επειδή οι εντόπιοι είχαν αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τα κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει και θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην την σημασίαν και την προσοχήν των εις τα χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ' εμπορεύοντο κ' εχρηματίζοντο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν