United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι μεν κάθηνται κύκλω, ροφώντες μετά του κανιορτού τον καφέν των, οι δε περιπατούσιν άνω και κάτω, και ολίγοι, πολύ ολίγοι κυκλούσι την εξέδραν, προσέχοντες εις την μουσικήν. — Ο δήμος, λέγει ο Δημητράκης, πρέπει να κερδίζη αρκετά απ' αυτά τα καφενεία. — Πώς, δηλαδή; — Πόσον τους ενοικιάζει το μέρος της πλατείας το οποίον τους παραχωρεί διά την τοποθέτησιν των τραπεζίων των;

Όσον δε διά την συγκομιδήν όλων των προϊόντων, ας επιτρέπεται εις τον επιθυμούντα να μετακομίζη διά παντός τόπου τα ιδικά του, όταν ή διόλου δεν ζημιώνη κανένα, ή κερδίζη ο ίδιος τριπλάσιον κέρδος από την ζημίαν του γείτονος.

Αυτό είναι πολύ αληθές. Μήπως λοιπόν τάχα πρέπει να νομίζωμεν και ότι όλως διόλου ματαίως λέγουν οι περισσότεροι περί των εορταζόντων τον σήμερον συνηθιζόμενον λόγον, ότι δηλαδή εκείνον πρέπει να νομίζωμεν σοφώτατον και νικητήν εις την κρίσιν ο οποίος θα ημπορούσε όσον το δυνατόν περισσότερον να μας κάμη να ευφραινώμεθα και ευχαριστούμεθα; Δηλαδή, αφού βεβαίως εις αυτάς τας εορτές παραδιδόμεθα εις τα παιγνίδια, όποιος κάμνει τους περισσοτέρους και όσον το δυνατόν περισσότερον να ευχαριστούνται, εκείνος δεν πρέπει να τιμάται περισσότερον και, καθώς είπα, να κερδίζη τα νικητήρια; Άραγε δεν λέγεται τούτο κατ' αυτόν τον τρόπον ορθώς, και δεν θα εξετελείτο ορθώς, εάν εγίνετο ούτω πως;

Αλλά θα κερδίζη η εφημερίς; θ' απαντά τουλάχιστον τα έξοδά της; Περί τούτου έχει μερικάς αμφιβολίας ο Περδίκης. Εν μέσω δε των αμφιβολιών τον αναθρώσκει άλλη ιδέα εις τον εγκέφαλόν αυτού να γίνη βουλευτής. Νομίζει, αν δεν τον απατά μνήμη και η οικογενειακή παράδοσις, ότι συγγενής της μητρός του κατήγετο εκ Θεσσαλίας. Εκεί, λέγει καθ' εαυτόν, είνε κάπως ευκολωτέρα η επιτυχία.

Διότι κανέν πράγμα της γης δεν είναι εντιμότερον από τα επουράνια, αλλά όστις φρονεί διαφορετικά περί της ψυχής, δεν γνωρίζει πόσον θαυμάσιον είναι αυτό το κτήμα του, το οποίον παραμελεί. Ούτε βεβαίως, όταν κανείς ζητή να κερδίση χρήματα όχι εντίμως, ή όταν δεν δυσφορή, εάν τα κερδίζη ούτω πως, τιμά δήθεν με δώρα τότε την ψυχήν του. Απ' εναντίας μάλιστα ωρισμένως την περιφρονεί.

Ξένος. Τρίτον δε, και όταν κανείς διαμένη εντός της πόλεως και άλλα μεν μαθήματα πωλή ως μεταπωλητής, άλλα δε ως ιδικήν του εφεύρεσιν, και από αυτά κερδίζη το ψωμί του, νομίζω ότι και εις τούτο συ δεν θα δώσης άλλο όνομα, παρά αυτό το προηγούμενον. Θεαίτητος. Πώς όχι; Ξένος.

Αλλά το τέταρτον έτος ο κυρ-Βαρσαμός, συνηθίσας να εργάζεται και κερδίζη άνευ κεφαλαίων, εζήτησεν επιμόνως να προσληφθή παρά του κυρ-Δημάκη ως σύντροφος. — Καλή δουλειά! έλεγε προς αυτόν, ροφών δύο πρέζας. — Τόσον καλή, απήντησεν ο κυρ-Δημάκης, λαμβάνων και αυτός μίαν πρέζαν, ώστε δεν έχω ανάγκη πλέον της υπογραφής σου.

Σωκράτης Αρά γε λοιπόν λέγεις ότι ο φιλοκερδής είναι όπως ο γεωργός ο οποίος, ενώ φυτεύει κάτι και γνωρίζει ότι το φυτόν αυτό δεν έχει καμμίαν αξίαν, εν τούτοις έχει την αξίωσιν να κερδίση απ' αυτό αφού μεγαλώση; Αρά γε τον παρομοιάζεις με αυτόν; Εταίρος Απ' οτιδήποτε, Σωκράτη, ο φιλοκερδής νομίζει ότι πρέπει να κερδίζη.

Τον περίφημον κήπον είχε μεταβάλει ο Κηφισσός εις κοίτην του. Εδέχετο δε να έλθη εις συμβιβασμόν μαζί της, αν του έδιδεν ολίγα κεφάλαια ν' ανοίξη ένα εμπορικάκι, εκεί κατά την Αγίαν Μαρίναν. Ήτο πληθυσμός παιδιών μικρών εις την εργατικήν εκείνην συνοικίαν κ' ήλπιζε να κερδίζη πολλά ο Σπύρος από το μικρόν εμπορικάκι ψευτολογών τα μικρά. Αλλά η Αρφανούλα ήτο άκαμπτος.

Αλλ' αν είχε και χίλιες δραχμές, θα ηδύνατο να κερδίζη περισσότερα, διότι δεν θα ηγόραζε το ρώμι μποκάλι-μποκάλι από τον κυρ Κωνσταντή, όστις έβγαζε το ένα άλλο ένα, και το ενέρονε τόσον ώστε να μη σηκόνη άλλο νερό πλέον· θα παρήγγελλε βαρέλι εις την Χαλκίδα, και θα είχε και αυτός τότε κάτι τι εις το καφενείον του. «Λίγο-λίγο» έλεγε, «έτσι έκαμαν όλοι τους παράδες και τα μαγαζειά