United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα στραφείς είδε τους Πέρσας καταγινομένους να λεηλατώσι την πόλιν και ανέκραξεν· «Ω βασιλεύ, πρέπει να σοι είπω ό,τι φρονώ ή είναι προτιμότερον να σιωπήσω εις την παρούσαν περίστασινΕπιτρέψαντος δε του Κύρου να είπη θαρρούντως ό,τι ήθελεν, εκείνος ηρώτησε λέγων· «Τι πράττει μετά τόσης σπουδής το πολύ εκείνο πλήθος; — Λεηλατεί την πόλιν και αρπάζει τους θησαυρούς σου, απεκρίθη ο Κύρος. — Ούτε την πόλιν μου λεηλατεί, ούτε τους θησαυρούς μου αρπάζει, διότι ουδέν τούτων μοι ανήκει πλέον· λεηλατεί και αρπάζει τα ιδικά σου

Δεν εσκέπτετο πλέον· εφέρετο προς το χάος με κλειστούς οφθαλμούς. Εποδοπάτησε την τιμήν επανειλημμένως. Θρασυνόμενος βαθμηδόν, απέφευγε πάσαν προφύλαξιν. Και η ολεθρία στιγμή δεν εβράδυνε να φθάση . , . Στιγμή, καθ' ην η Αρχή εγνώρισε φανερά και την πράξιν και τον ένοχον . . . Το σκάνδαλον ήτο μέγα, ανήκουστον. Ο Α . . . κατηγορείτο επί υπεξαιρέσει χρημάτων του Δημοσίου!

Ο Διδάσκαλος θα σε εδίδασκε ν' αφαιρέσης και ολίγα πτερά από το καπελλίνον της συζύγου σου και εις την ψυχήν της να τα προσθέσης. Έπραξες τούτο; — Έπραξα και τούτου κάτι πλέον· αφήρεσα όλα του καπελλίνου τα πτερά, κατέστρεψα δε μάλιστα και το καπελλίνον· αφού δε μετέβαλον την ψυχήν της εις έν θαυμάσιον πτηνόν, έπεσα και εκοιμήθην ήσυχος.

Τώρα λοιπόν, πώς σας φαίνονται αυτάΟι δε μάγοι είπον «Εάν το παιδίον ζη, εάν εβασίλευσεν άνευ ουδεμίας προμελέτης, θάρρει και μη φοβείσαι τίποτε, διότι δεν θα βασιλεύση πλέον· τινές των προρρήσεων ημών συνέβη να εκτελεσθώσιν ουχί απαραλλάκτως, πόσον μάλλον τα ονείρατα τα οποία διαλύονται ως καπνός; — Και εγώ, ω μάγοι, επανέλαβεν ο Αστυάγης, συμμερίζομαι καθ' ολοκληρίαν την γνώμην ταύτην· το όνειρον εγένετο αλήθεια, αφού το παιδίον εξελέχθη βασιλεύς, και δεν πρέπει πλέον να φοβούμαι.

Αυτή η είδησις έφερε τον βασιλέα εις αδημονίαν μεγαλυτέραν από τον θάνατον των παιδιών του, ο οποίος του εφαίνονταν πλέον άξιος συμπαθείας από τούτο το υστερινόν κάμωμα· και εκεί που ήτον δι' αυτό πολλά θαυμασμένος, βλέπει την Κεριστάνην να παρουσιασθή έμπροσθέν του. Βασίλισσα, της είπεν, δεν ημπορώ να σιωπήσω πλέον· εσύ μου έφερες εις το άκρον την υπομονήν μου.

Πού άφησα τελευταία την διαταγήν μου δεν εξεύρω πλέον· τούτο όμως ηξεύρω, ότι ήσαν δύο ώραι μετά τα μεσάνυχτα όταν επλάγιασα, και ότι, αν ηδυνάμην να σου ομιλήσω αντί να σου γράψω, θα σε εκράτουν ίσως ως το πρωί. Τι έγινε κατά την εκ του χορού επάνοδόν μας, δεν διηγήθηκα ακόμη· και σήμερον όμως δεν έχω προς τούτο διάθεσιν. Ήτον η λαμπροτάτη ανατολή του ηλίου!

Τέτοια λόγια μας επάγωσαν από τον φόβον, και αποφασίσαμεν διά να μην του αντισταθούμεν πλέον· επήγαμεν ειρηνικώς και του εφέραμεν πάλιν άλλα φαγητά διά να τον χορτάσωμεν. Εκάθησε και τρίτην φοράν εις το τραπέζι διά να φάγη, και αντίς να χορτάση του αύξανεν η πείνα.

Τότε ο Αλής του έδωσεν ένα καλόν άλογον, και πολλά φλωριά και πετράδια, και είπεν· Εσύ διά την ώραν ημπορείς να φυλαχθής· επειδή και οι στράτες είνε ελεύθερες και δεν σε ζητούν πλέον· σύρε το λοιπόν όπου σου αρέση, και ο ουρανός ας είνε με λόγου σου. Ο Αμπτούλ, αφού τους ξαναευχαρίστησε διά τες χάρες που του έκαμαν, εμίσευσε διά νυκτός και έπιασε την στράταν διά να υπάγη εις το Μπαγδάτι.

Ήτον η Γυνή, ήτις είχε μαδήση τα πτερά μου! Ηθέλησα να φύγω έντρομος, αλλά το Φάσμα με συνεκράτησε και είπε: — Δεν είνε εκείνη, την οποίαν νομίζεις· αλλά δεν σημαίνει· και αυτή το ίδιον είνε. Η γυνή είνε παντού γυνή· πολλάκις μάλιστα και κάτι πλέον· ολιγώτερον όμως ουδέποτε.

Τω όντι, καλόν θα ήτο να έμενον εις τον πύργον των, εκεί να περάσουν όλην των την ζωήν, εντός της περιοχής εκείνης, ως εις Παράδεισον, αλλά ήτο αδύνατον πλέον· ή φυγή ή θάνατος, έλεγεν ο Γιάννος. . . Και η Μάρω εσκέφθη να τον ακολουθήση άπαξ δε λαβούσα την απόφασίν της ήτο εύθυμος και διότι ήτο υπό τα αυστηρά βλέμματα της μητρός της και προ πάντων διότι αυτή ήτο, ούτως ειπείν, η κλίμαξ διά της οποίας ο Γιάννος θα εσώζετο.