United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ είμαι ένας πραγματευτής από την Μπάσραν, και είχα υπανδρευθή με μίαν ωραιοτάτην κόρην, που ο κόσμος δεν είχε παρομοίαν· πηγαινόμενος εις ένα ταξείδι την άφησα εις την επίσκεψιν του αδελφού μου, που είνε ούτος ο τυφλός.

Και επανέλαβε: — Έτσι που λες, γειτόνισσα. Εγώ τα κορίτσια μου τα άφησα εις τον Θεόν. Ο Παντοδύναμος θα τα οικονομήση. Η αιγλήεσσα αιθρία επανήλθε πάλιν εις το πρόσωπον της Γερακούλας. Ήδη η γειτόνισσα απεχωρίζετο. Έφθανεν εις το κτήμα της. Απεχαιρέτισε τας καλάς συντρόφους της, αίτινες έκλιναν ήδη προς το σκοτεινόν μέγα ρεύμα, και εισήλθεν εις το κτήμα της.

ΠΡΟΣΠ. Πνεύμα, έκαμες την τρικυμία καταλεπτώς καθώς εγώ σου επρόσταξα; ΑΡΙΕΛ. Δεν άφησα το παραμικρό.

Εκείνη τον πατέρα της θα τον παρηγορήση, και όταν μάθη όλ' αυτά, ω βέβαια, θα έλθη, θα έλθη με τα 'νύχια της να σου καταξεσχίση το πρόσωπόν σου, λύκαινα! ’Σ τα χέρια μου και πάλιν την εξουσίαν θα ιδής εκείνην, που νομίζεις ότι εγώ την άφησα διά παντός! ΓΟΝΕΡ. Τον είδες; ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Δεν ημπορώ αληθινά διόλου, Γονερίλη, όσον και αν σε αγαπώ, να δικαιολογήσω...

Δεν άφησα να βγάλουν τα παιδιά, να τα βάλουνε σε χωριστό τραπέζι. Μια φορά να πέση πουθενά ο θάνατος, πέφτει πέφτει κι ανασαμό δεν έχει. Ένα χρόνο, έναν αλάκαιρο χρόνο, έκαμε ο Χάρος βίγλα τριγύρω στο σπίτι και τώρα εμένα θαρπάξη. Μη! Μη! Πότε φέγγει; Στις πέντε. Στις πέντε, πεθαμμένος. Τέλειωσε, πάει!

Ήτον τον Αύγουστον μήνα. Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχην. Δι' αυτού είχα κατέλθει, και δι' αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνόν την νύκτα εις την στάνην μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου διά να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον.

Όταν ακούτε και σας μιλώ με τέτοιο τρόπο, μήτε σας κολακέβω, μήτε φαίνουμαι αχάριστος για τη Γαλλία που μ' έκαμε παιδί της. Έγινε πατρίδα μου και μητέρα. Εκεινής είναι η ζωή μου. Εκείνη με σπούδαξε, εκείνη με μόρφωσε νου και ψυχή. Την ώρα που σας το λέω, θυμούμαι που κάτω κάτω στα δυτικά της παράλια, άφησα τα παιδιά μου και της γυναίκας μου τον πατέρα.

Μου είπαν δρόμο πως θέλει και κόπο το ψωμί να κερδίση κανείς, και δεν άφησα αγύριστο τόπο, ως την άκρη έχω φτάσει της γης· η ψυχή μου μισή έχει απομείνει: τη χαρά του κανείς δεν της δίνει. Τη χαρά που έχουν όλοι γνωρίσει, που κι ο πλέον ακόμα φτωχός το ποτήρι της έχει στραγγίσει, δεν τη χάρηκα εγώ μοναχός, κι απ τη δίψα της μέσα φρυγμένος τη γυρεύω παντού πλανημένος.

Μου φάνηκε σα να ξέσπασε κάτι μέσα μου. «Εδώ έχεις μπροστά σου το χειρότερο απ' όλα», στοχάστηκα, «εκείνο που δεν το συλλογίστηκες ακόμα. Τα παιδιά, τα παιδιάΚι άφησα τη νοσοκόμα μόνη με την άρρωστη και κατέβηκα κάτω με τα παιδιά να φάμε και να μιλήσω μαζί τους για ό,τι έμελλε να γίνη. Πώς μιλούσαμε με τα παιδιά την ημέρα αυτή και τις ακόλουθες!

Εγώ δεν άφησα στο σπίτι τους θησαυρούς που άφησε στο δικό του το αφεντικό σου ο Ρετόρος!» «Δεν το πιστεύω! Δώστε μου τότε το κλειδί.