United States or Djibouti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έτσι μ' όλους μου τους πόνους δεν έβγαλα το μωρό μου στο φως, μα κάτω στην κοιλιά μου είναι κρυμμένο με τους πεθαμμένους. Μέσα από την τρίτη δεκάδα της ελικιάς μου, κόντεψα να προφτάξω έξη χρόνια ακόμη· κι άφησα στον άντρα μου παιδιά αρσενική γενιά. Δυο άφησα στον πατέρα μου και στον ποθητό μου τον άντρα. Εγώ όμως με το τρίτο μου παιδί κέρδισα αφτόνα τον τόπο. γ.

Δεν άφησα να υπάρχη ούτε η παραμικροτέρα σκιά υπονοίας, ούτε κατά φαντασίαν, ότι εγώ εδολοφόνησα την γυναίκα. Δεν ημπορεί να φαντασθή κανείς τι μεγάλο αίσθημα ικανοποιήσεως εβλάστανεν εις την καρδίαν μου όταν εφανταζόμην την τελείαν ευμάρειαν της καταστάσεώς μου. Επί πολύ ακόμη εσυνήθισα να ευχαριστούμαι εις το αίσθημα αυτό.

Τσουπ! και ξεπροβάλλουν απ' τις πόρτες κι' απ' τα παραθύρια. «Ο φοβιτσιάρης, ο φοβιτσιάρηςΕγώ είμαι φοβιτσιάρης, Μιχαληό; Δεν με ξέρεις του λόγου σου; Στο μπρίκι σου δε με ταξίδεψες; Σαν έφυγα και σ' άφησα και βγήκα στη στερηάεσύ το ξέρεις το γιατίας όψεται που με κατάντησε. Και τον πήρανε τα κλάματα. Ο Μιχαληός τονέ λυπήθηκε και τον πήρε με το καλό στο σπίτι.

Τότε δε θα θυμώσης, αν σου πω ακόμα πως κάθε βράδι κάνω την προσευχή μου, έτσι όπως την έκανα όταν είμουνα παιδί. Σε ποιον προσεύχουμαι δεν το γνωρίζω. Μα βάζω και τα παιδιά και προσεύχουνται για σε, για με και για τον εαυτό τους. Άφησα τα κουπιά, σηκώθηκα από τη θέση μου κ' έπιασα με τα δυο χέρια τα πρόσωπο της γυναικός μου και τη φίλησα χωρίς να μπορώ να προφέρω λέξη.

Από την δωδεκάδα μόνον ο μπάρμπα Χρήστος με το ψηλό φέσι, το όρθιον, έψαχνε τόση ώρα να εύρη την σακκούλα του μέσατον κόρφο του, κι' εγώ για να μη περιμένω τον άφησα. Ο καϊριστής πάλιν εκείνος μου πήρε ένα σφάντσικο, αντί να μου ρίξη. Γιατί αυτός δύο φοραίς τον χρόνον έμβαινετην εκκλησίαν, και δεν εγνώριζε τι κάμνουν και πώς φέρονται οι χριστιανοί.

Συχνά-πυκνά το χρώμα μου κιτρίνιζε σα θράψος, έπεφταν αναρίθμητες της κεφαλής μου οι τρίχες κ' εκόλλησε το δέρμα μου στα κόκκαλά μου απάνω. Και πού δεν πήγα η δύστυχη γυρεύοντας να γιάνω, και ποια γερόντισσ' άφησα που ξέρει να ξορκίζη; Τίποτα δε μ' αλάφραινε κ' έλειωνα με το χρόνο. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Ο Βινίκιος, του οποίου η συνοικία είχε καή, διέμενε πλησίον του θείου του και ευρίσκετο κατ' ευτυχή σύμπτωσιν εις την οικίαν. — Ήσο εις της Λιγείας σήμερον; τον ηρώτησε κατ' αρχάς ο Πετρώνιος. — Τώρα μόλις την άφησα, απεκρίθη εκείνος. — Άκουσε τι θα σου είπω και λάβε αμέσως τα μέτρα σου.

Η Βεάτη μόλις επρόφθασε να κρυφθή όπισθεν της θύρας, δι' ης είχεν εισέλθει, και είχεν αφήσει αυτήν ανοικτήν. Διενοήθη ότι πρέπει να ήτο η ηγουμένη αυτή ήτις ήρχετο. — Ποίος ήνοιξε αυτήν την πόρτα; ηκούσθη μορμυρίζουσα φωνή τις. Εγώ την άφησα ανοικτή; Παναγία μου! Μη χειρότερα! Μη ήρθεν ο βρυκόλακας; Η Βεάτη ανεγνώρισε την γυναίκα ταύτην. Δεν ήτο η ηγουμένη.

Δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Το χώμα του ήτανε ξερό, το χρώμα του μονότονο κάτω απ' το φως του δειλινού. — Ας πάω εγώ! είπα μέσα μου. Κάτι θα ξέρη ο δυστυχισμένος αυτός παραλυτικός. Οι δυστυχισμένοι ξέρουν πάντα περισσότερα απ' όλους εμάς τους άλλους. Άφησα το ζητιάνο και τον κόσμο, που περνούσε ατέλειωτος στη μεγάλη στράτα, κ' έσχισα βιαστικά τον κάμπο.

Paris, septembre 1886. Δεν είναι συνήθεια, το ξέρω, στα φιλολογικά συνέδρια, να κάμνη κανείς τη βιογραφία του και να μιλή για τον εμαφτό του. Μόλον τούτο πρέπει να σας ανοίξω την καρδιά μου. Δεν μπορώ να ξεχάσω που είμαι παιδί σας, που είμαι του τόπου παιδί και που μικρός άφησα την Πόλη.