Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Ξυστάξυστά πάει σε μιαν άκρη και βλέπει ψηλά τον Παντοκράτορα να κάθεται στον θρόνο του. Έλαμπεν ο ήλιος, έλαμπε και ο θρόνος στο χρυσάφι και τις διαμαντόπετρες. Δεξιά μεριά του Παντοκράτορα εκαθόταν ο Χριστός και γύρω η Δωδεκάδα, οι Απόστολοι σε θρόνους μαλαματένιους. Παρακάτω απλωμένοι στην παχειά χλωρασιά εκάθονταν κοπάδια κοπάδια οι άγιοι και οι όσιοι και οι μάρτυρες.

Τέλος ο Αργύρης είπε: «δε φελάτε τίποτε κ' οι δυο σας, κρίμαεσάς, κρίμα 'ς!», και προσποιηθείς δυσαρέσκειαν απήλθεν. Οι δύο φίλοι έμειναν μόνοι εξακολουθούντες να εκκενώσι σιγά-σιγά και μεθοδικώς την φλάσκαν. Είχαν ψήσει εις ανθρακιάν ημίσειαν δωδεκάδα κεφαλόπουλα και ουκ ολίγα καβούρια, και το μοσχάτον κατέβαινε μια χαρά κάτω.

Τράβα μια, Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Ο καπετάν-Φαφάνας, πιών το κονιάκ, εξηκολούθησεν: — Ήλθεν ο δήμαρχος και όλη η δωδεκάδα. Όλοι στολισμένοι με κατακαίνουργα σταυρωτά περιστήθια, με καινούργιαις γούναις όλοι, με τα φέσια των τα υψηλά, 'ς την αράδα, κατακόκκινα, σαν παπαρούναις.

Αγοράζουσιν ενίοτε, αλλ' εν παρέργω ή εν εσχάτη ανάγκη· ένα πήχυν ίσως ταινίας οιασδήποτε ή ημίσειαν δωδεκάδα κομβίων, αν μετά δίωρον βάσανον του δυστυχούς εμπόρου και ατελείωτον λογοκοπίαν αισθανθώσι το ερύθημα της εντροπής· ή ακριβώς μεν εκείνο, διό εξεκίνησαν πρωί από της οικίας των, αλλά μετά πεντάωρον ριζικήν ανασκάλευσιν όλων των εμπορικών καταστημάτων από του πρώτου μέχρι του τελευταίου.

Κυρίως όμως ειπείν, εδώ ταπείνωσις δεν υπήρξε, πρώτον διότι, τοιούτου είδους ταπεινώσεις θα έστεργον και οι πλέον υπερήφανοι χαρακτήρες και δεύτερον, το και σπουδαιότερον διά τον ήρωά μου, διότι το πλάσμα, προ του οποίου εταπεινώθη, αφού απέβαλε, κατά καιρούς, δωδεκάδα τουλάχιστον νεανιών γυναικομόρφων, δούλων των θελγήτρων του, παρέδωκεν ανεπιφυλάκτως καρδίαν και χείρα εις αυτόν, τον έχοντα ανδρικάολίγον τραχέα μάλιστα, χαρακτηριστικά και ανδρικόν το βήμα.

Ο καινούργιος ο δήμαρχος, με τη δωδεκάδα, προσκάλεσεν απ' την Χαλκίδα τον κυρ-Μαχανικό με τη μαχανή. — Α, την κυρά-Μαχανή, την μάγισσα! Καλά έκαμε, διέκοψεν ο ποιμήν. — Όχι, χριστιανέ μ'. Ακούς να σ' πω. Τον κυρ-Μαχανικό. — Α, τον κυρ Μαχανικό! επανέλαβεν ο γέρων μετά σοβαρότητος. Κατάλαβα! — Ναι, εξηκολούθησεν η γραία, Τον κυρ-Μαχανικό, απ' λες, για να φκιάση, λέει, το χωριό.

Ο δε τρίτος, όστις ήτον ο πραγματευτής, αυτός εκείνος όστις είχε κτυπήσει βραχίονα και πλευράν κατά του βράχου, δεν ησθάνετο τόσον πόνον εκ της πληγής του, αλλ' έκλαιεν ενθυμούμενος την μίαν και ημίσειαν δωδεκάδα των δερματοτυρίων, τα οποία είχε φορτωμένα επί του πλοίου, και τους εξώρκιζε προτρέπων αυτούς να μείνωσιν ως το πρωί, όπως ίδωσιν αν δεν ήτο τρόπος ν' ανακαλύψωσιν εις τον πυθμένα της θαλάσσης τινά εκ των 18 δερματίων, τα οποία του εκόστιζαν πλέον των δισχιλίων δραχμών, ως έλεγεν.

Κάμε μου τότε από μίαν δωδεκάδα από όλα, είπεν ο ξένος. — Από τα χονδρά, ναι. Μα από τα ψιλά; — Τα ψιλά πώς λογαριάζονται, με το καντάρι; — Με το κοντάρι. — Κάμε λοιπόν από ένα καντάρι. — Πάγει καλά. Και πότε τα θέλεις; — Οπόταν ειμπορέσης, είπεν ο ξένος. — Και την πληρωμήν; ηρώτησεν ο Γύφτος. — Την πληρωμήν όρισέ την, απήντησεν ο ξένος.

Από την δωδεκάδα μόνον ο μπάρμπα Χρήστος με το ψηλό φέσι, το όρθιον, έψαχνε τόση ώρα να εύρη την σακκούλα του μέσατον κόρφο του, κι' εγώ για να μη περιμένω τον άφησα. Ο καϊριστής πάλιν εκείνος μου πήρε ένα σφάντσικο, αντί να μου ρίξη. Γιατί αυτός δύο φοραίς τον χρόνον έμβαινετην εκκλησίαν, και δεν εγνώριζε τι κάμνουν και πώς φέρονται οι χριστιανοί.

— Ο λαός μου εσώθηκε· συλλογίζεται πασίχαρος σε όλο το ταξείδι. Ο γέροντας βασιλιάς απάνω στον ολόχρυσο θρόνο του παραλυμένος κοίτεται από τον φόβο και την απελπισία. Ερημιά τριγύρω και πένθος μέσα του. Η Δωδεκάδα τον παραστέκει χλωμή και τ' άρματα λαμπρά προστατεύουν την πολύτιμη ζωή του. Μα εκείνος ανήσυχος ένα άρμα προσμένει κ' ένα σύμβουλο· το παιδί του.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν