United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παπού! ε, παπού! εφώναξεν ο Νάσος, θίγων αυτόν διά του ποδός. — Τι 'νε; — Ασήκου να ιδούμε την Ανάστασι. . . Ότε εξήλθον της καλύβας ηκούοντο καθ' όλην την κοιλάδα και τας πέριξ ράχεις φωναί συγκεχυμέναι. Οι βλάχοι όλοι της περιφερείας εκείνης ήσαν επί ποδός, στολισμένοι, με τα κηριά εις χείρας, αναμένοντες την Ανάστασιν.

Όθεν πιστεύεις συ ότι μεταξύ των θεών τωόντι συμβαίνουν και πόλεμοι και εχθροπάθειαι μάλιστα πολύ φοβεραί και συμπλοκαί και άλλαι πολλαί όμοιαι κακίαι, και πάθη τόσον παράδοξα, όπως μάλιστα περιγράφονται από τους ποιητάς εις τα ποιήματά των και από τους περιφήμους ζωγράφους , παριστάνονται εις τας εικόνας των, με τας οποίας είναι στολισμένοι λαμπρώς οι ναοί μας και πολλά άλλα ιερά της πόλεως μέρη , και εξόχως μάλιστα ο πέπλος ο μυστηριώδης της Αθηνάς, ο οποίος γεμάτος από τοιαύτας ζωγραφίας και παραστάσεις φέρεται με μεγάλην πομπήν επάνω εις την Ακρόπολιν κατά την εορτήν των μεγάλων Παναθηναίων . Αυτά, ω Ευθύφρον, θα τα παραδεχθώμεν ότι είναι αληθινά;

Οι δε παίδες, από μικράν ηλικίαν και ενόσω ακόμη δεν πηγαίνουν εις τον πόλεμον, να κάμνουν επισκέψεις και πομπάς εις όλους τους θεούς στολισμένοι με όπλα και με ίππους και να κάμνουν ταχύτερον ή βραδύτερον με χορόν ή με βηματισμόν τας προσευχάς των προς τους θεούς και τους παίδας των θεών. Ακόμη δε και εις τους αγώνας και τους προαγώνας όχι δι' άλλα τίποτε, αλλά δι' αυτά πρέπει να προαγωνισθούν.

Λοιπόν ενόσω ζουν αυτοί οι οποίοι έλαβαν από όλην την πόλιν τας ανωτάτας τιμάς, ας έχουν την πρωτοκαθεδρίαν εις όλας τας πανηγύρεις, έπειτα διά τας πανελληνίους θυσίας και τα θεάματα και όλας τας άλλας τελετάς ας στέλλουν από αυτούς τους αρχηγούς εκάστης αποστολής, και μόνον αυτοί από όλους τους πολίτας να είναι στολισμένοι με στέφανον δάφνης· όλοι δε να είναι ιερείς του Απόλλωνος και του Ηλίου, τον δε θεωρηθέντα ως πρώτον από τους ιερείς εκείνου του έτους να τον αναγορεύσουν αρχιερέα και το όνομα αυτού να καταγράφεται κατ' έτος, διά να χρησιμεύη προς ορισμόν της χρονολογίας, ενόσω υφίσταται η πόλις.

Με άγριο βλέμμα ο φρόνιμος του απάντησε Οδυσσέας• 165 «Ω ξένε, άτακτ' οι λόγοι σου, και βλέπ' ότ' είσαι αυθάδης, όλα εις όλους οι θεοί τα δώρα δεν χαρίζουν• την πλάσιν ούτε, ούτε τον νουν, ούτε την ευγλωττία. τούτος δεν έτυχ' εύμορφος, αλλ' ο θεός με κάλλη στολίζει κάθε λόγον του, κ' οι άνθρωποι αναβλέπουν 170 °ς εκείνον ευφραινόμενοι, 'που ασκόνταφτ' αγορεύει, με πράον ήθος, έξοχοςτα συναγμένα πλήθη, και ωσάν θεόν, όταν περνάτην πόλι, τον κυττάζουν. εκείνος πάλι των θεώντο σώμα προσομοιάζει, αλλά δεν είναι οι λόγοι του με χάρι στολισμένοι. 175 και συ το σώμα έχεις λαμπρό, 'π' ουδέ θεάς θα εμπόρει να το μορφώση ανώτερο, και νουν ποσώς δεν έχεις. και την ψυχήν μου ετάραξες του στήθους μες τα βάθη, ότ' είπες λόγον άπρεπον• και αμάθητος αγώνων εγώ δεν είμ' ως φλυαρείς, αλλ' είχα τα πρωτεία, 180 ως ότου θάρρευα κ' εγώτα χέρια και εις την νειότη. νικούν με τώρα η συμφοραίς και οι πόνοι, ότι έχω πάθει εις τους πολέμους άπειρα και εις τα φρικτά πελάγη. αλλ' όσον και αν κακόπαθα, θε να 'μπω εις τους αγώναις, ότι ο πικρός ο λόγος σου μ' έχει σφοδρά κεντήσει». 185

Την ημέρα της συναθροίσεως των βαρώνων, ο Τριστάνος έστειλε μυστικά στο καράβι του τον Περινίς, τον ακόλουθο της Ιζόλδης, για να παραγγείλη στους συντρόφους του να βρεθούν στην αυλή, στολισμένοι όπως έπρεπε στους απεσταλμένους πλουσίου Βασιληά: γιατί ήλπιζε την ίδια μέρα κι' όλας να φθάση στο τέρμα της περιπετείας.

Εσυναζόντανε ο κόσμος. Όλοι στολισμένοι. Σε κομμάτι εγέμισεν η Εκκλησία. Εγέμισαν τα στασίδια, γραμμή δεξιά, γραμμή αριστερά. Ανάψανε τους πολυελαίους. Οι παπάδες ενδυθήκανε τα ολόχρυσα ιερά τους. Ολόχρυσοι από πάνω ως κάτω. Ενταύθα διεκόπη ο καπετάν Φαφάνας από ένα βαθύν στεναγμόν. Ο Γιάννης ο Μπύρρος ο ναύκληρος, εννοήσας, του έδωκεν αμέσως ποτήριον κονιάκ.

Παρακάτω, 'ς το Παγκάρι, μαζί με τους επιτρόπους, ήτον ο ειρηνοδίκης, και ο τελώνης, στολισμένοι, αλλ' ασυνήθιστοι αυτοί να σηκόνωνται νύκτα και όλο κ' εχασμώντο, διακόπτοντες συχνά την ψαλμωδίαν. Τέλος άρχισεν η Ακολουθία. Κατά καλήν μου τύχην, ο Χρόνης ασθένησεν έξαφνα και δεν ήλθεν εις την Εκκλησίαν. Χαρά εγώ . . . . Μου έφυγεν ο μισός φόβος.

Τράβα μια, Φαφάνα, να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Ο καπετάν-Φαφάνας, πιών το κονιάκ, εξηκολούθησεν: — Ήλθεν ο δήμαρχος και όλη η δωδεκάδα. Όλοι στολισμένοι με κατακαίνουργα σταυρωτά περιστήθια, με καινούργιαις γούναις όλοι, με τα φέσια των τα υψηλά, 'ς την αράδα, κατακόκκινα, σαν παπαρούναις.

Αι τοιαύται γυναίκες μου φαίνονται όμοιαι προς τους Αιγυπτιακούς ναούς, οι οποίοι είνε ωραίοι και μεγαλοπρεπείς, στολισμένοι με πολύτιμα μάρμαρα, με χρυσόν και ζωγραφιαίς• αλλ' αν εισέλθης και αναζητήσης τον θεόν εις τον οποίον είνε αφιερωμένοι, θα συναντήσης πίθηκον ή ίβιν ή τράγον ή γάτον. Τοιαύτας γυναίκας συναντά κανείς πολλάς.