United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο παππά Συνέσιος επροχώρησε για να μιλήση, μα τον αποπήρε ο δήμαρχος με δυνατή φωνή. — Τι τέχνες είν' αυτές που κάνετε; — Δεν είνε τέχνες, είπεν ο γούμενος· είνε γάμος! — Θα το ιδούμε τώρα. Ο παππά Κρητικός εζήτηξε να γλυστρήση να φύγη, μα του έφραξε το δρόμο ο ειρηνοδίκηςΣτάσου, παππά, να μάθωμε την αλήθεια, είπε. Τότ' επροχώρησε ο γέρω Μουρούπας.

Μετά το γεύμα όλοι οι καλεσμένοι, ο δήμαρχος, ο λιμενάρχης, ο ειρηνοδίκης, ο υποτελώνης και οι λοιποί, όσους είχε καταριθμήσει η Ασημήνα, όλοι μετά των συζύγων των έλαβον μέρος εις τον χορόντινές ως απλοί θεαταίόστις είχε στηθή εις την πλατείαν, εκείθεν της οικίας. Πολλοί εχόρευσαν, όλοι σχεδόν ηυφράνθησαν, και κανείς δεν εμελαγχόλησεν.

Τις μικροδιαφορές που τυχαίνει να έχουν ανάμεσό τους οι χωριανοί, τις ξεδιαλύνουν οι δημογέροντεςέφοροι του σκολειού κ' επίτροποι της εκκλησιάς. Άμα βέβαια έχουνε μεγάλες διαφορές, τότε πηγαίνουν κάτω στη χώρα, να τους δικάσει κριτής, ειρηνοδίκης ή δικαστήριο. Μα πάντα καλλίτερα έχουν να μην κατεβαίνουν για τέτοιες δουλειές στη χώρα. Και μπελάς είναι και έξοδα γίνονται.

Ευθύς εμπήκαν με ορμή πρώτος ο δήμαρχος της χώρας, ο ειρηνοδίκης δεύτερος, ύστερα ο γέρω Κοντοπάνης και δύο άλλοι χωραΐτες, εμπήκαν ίσια στην κάμαρα μέσα. Η ανέλπιστη και ορμητική εισβολή αυτή έκαμαν τους ανθρώπους του σπιτιού να τα χάσουν· ο ένοχος είνε φοβισμένος πάντα. Η νύφη εζάρωσε στη γωνιά, ο γαμπρός, σαν είδε τον Κοντοπάνη, έπεσε απάνω σε μια καρέγκλα κ' έρριξε το κεφάλι κάτω.

Η Φραγκογιαννού διηγήθη ότι, αφού, μετά την χθεσινήν ανάκρισίν της, εκατάλαβεν ότι ο ειρηνοδίκης άρχισε να την έχη «στην μπούκα του τουφεκιού», ησθάνθη κι' αυτή φόβον μη κακοπέση άδικα, και ότι από το σπίτι της κόρης της, της Δελχαρώς, όπου έτυχε να ευρίσκεται σήμερον το δειλινόν, είχεν ιδεί τους χωροφύλακας να κατασκοπεύουν το δικό της το σπίτι· ότι απεφάσισε να φύγη στα βουνά· ότι, καθώς έτρεχεν εδώ κάτω, κατά τον αιγιαλόν, σκοπεύουσα να πάρη το κρυφόν μονοπάτι του βουνού, οπίσω από τα Κοτρώνια, είδε τον Κυριάκον τον κλήτορα μαζύ μ' ένα γέρο-ταχτικόν, να έρχωνται κατόπιν της, αλλ' ότι, κατά θείαν νεύσιν, ευρέθη κοντά στο σπίτι της Μαρουσώς, η οποία ξεύρει καλά από παλαιόν καιρόν «τα πάθια της», εφρόντισε να προσθέση, και ιδούσα την θύραν ανοικτήν, έσπευσε να εισέλθη, όπως εύρη άσυλον.

Ο ειρηνοδίκης ήκουσεν ευμενώς την κατάθεσιν ταύτης. Αλλ' όμως έκαμε μορφασμόν εις την μητέρα της. Εκείνος ο μορφασμόςεκείνα τα «μούτρα» του ειρηνοδίκουδεν της ήρεσαν, της Φραγκογιαννούς, ήτις ήτο λίαν πεπειραμένη, και τότε μεγάλη αγωνία την εκυρίευσεν.

Έκαμε μιμικόν κίνημα, σημαίνον ότι «εκείνος που είχε τα γένεια» δηλ. ίσως ο κατής ή ειρηνοδίκης, ήτον φόβος αν εγίνοντο παράπονα, μην τους τσακώση «απ' το γιακά» και τους στείλη «μέσα». Ο Λούκας απήντησεν·Ορισμός σας, μπάρμπα-Χρήστο! . . . το γληγορότερο. Είτα ήρχισε να συνεννοήται με την παρέαν του.